Μαξ Βέμπερ: «Μια μικρή εισαγωγή»
O Μαξιμίλιαν Καρλ Έμιλ Βέμπερ (πλήρες όνομα) γεννήθηκε στις 21 Απριλίου του 1864, στο Έρφουρτ του Βασιλείου της Πρωσίας. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, είχε την ευκαιρία να δει από κοντά πολλούς διανοούμενους της εποχής, καθώς ο πατέρας του ήταν γνωστός βιομήχανος και βουλευτής. Ολοκληρώνοντας τη φοίτησή του στο σχολείο του Βερολίνου, πραγματοποίησε ανώτερες σπουδές στη Χαϊδελβέργη και στο Γκέτινγκεν (Göttingen) του Βερολίνου, όπου και ολοκλήρωσε τη διατριβή του πάνω στην οικονομική ιστορία.
Το 1894 ο Γερμανός στοχαστής καταλαμβάνει μια έδρα, στον κλάδο της πολιτικής οικονομίας πρώτα στο Φράιμπουργκ και μετέπειτα στη Χαϊδελβέργη. Ο Βέμπερ συγκαταλέγεται μαζί με τους Καρλ Μαρξ, Εμίλ Ντιρκέμ και Αύγουστο Κοντ, στους τέσσερις κλασσικούς εκπροσώπους της πολιτικής κοινωνιολογίας. Επιχειρώντας να συγκροτήσει ένα εννοιολογικό πλαίσιο που να περιέχει το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και δυνατοτήτων, τοποθετώντας τες μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, αντίθετο προς κάθε μεταφυσική παράδοση.
Αποφεύγοντας με κάθε τρόπο να ενσωματώσει τα κοινωνικά φαινόμενα μέσα στο πλαίσιο τελεολογικών ή ντετερμινιστικών φιλοσοφιών, αντιστρέφει το «υποκειμενικό νοείν» και ορίζει ως αντικείμενο της κοινωνικής επιστήμης την ατομική-κοινωνική δράση με το να παρουσιάζει την πρόθεση να κατανοήσει εν μέσω της ερμηνείας, τη δράση του υποκειμένου στο εσωτερικό του κοινωνικού συνόλου. Αναλύει με έναν τρόπο «αιτιακό» την πορεία και τα παραγόμενα αποτελέσματα της. Ως κοινωνική δράση ο Βέμπερ αντιλαμβάνεται την υποκειμενική συμπεριφορά. Όταν δηλαδή ο φορέας της πράξης προσδίδει το ανάλογο νόημα στις πράξεις του, ενώ κατά ουσία, ως κοινωνική δράση εννοεί την ατομική δραστηριότητα που σύμφωνα με το νόημα που αποκτά από τον φορέα της, έχει ως αντίκτυπο τον επηρεασμό της συμπεριφοράς των άλλων ατόμων.
Ως κοινωνιολόγος έχει αναφέρει ότι «η δράση δεν είναι αυτοκίνητο να πατάει κανείς το φρένο και να σταματά». Γι’ αυτό και εισήγαγε την έννοια της απροσδιοριστίας. Δηλαδή της παρέκκλισης από τον επιστημονικό κανόνα και το μη αναμενόμενο αποτέλεσμα έπειτα από την σύνδεση πολλαπλών αιτιοτήτων.
Η επιστημολογία του Μαξ Βέμπερ:
Η επιστημολογία του Βέμπερ βασίζεται στην αξιολογική ουδετερότητα και στον φορμαλισμό. Ιδεότυπα και γενικεύσεις, που σύμφωνα με τους ειδικούς ο «Μαρξ της αστικής τάξης» συγκαταλέγεται στους μεθοδολογικούς ατομιστές. Η παραπάνω μεθοδολογία παρατίθεται στο βιβλίο του, «Wirtschaft und Gesellschaft», που προβαίνει σε μια γενική μελέτη του ατομικού πράττειν, ενός πράττειν που μπορεί να αναλυθεί με βάση τέσσερις θεμελιώδεις ιδεοτύπους:
- Την παραδοσιακή πράξη: που συναρτάται με τον εθισμό και τη συνήθεια.
- Την θυμική πράξη: που κατευθύνεται από το «πλατωνικό» θυμοειδές, όπως για παράδειγμα ένα χαστούκι που δίνεται παρορμητικά.
- Την ορθολογική ως προς τα μέσα πράξη: που είναι μια δράση εργαλειακού ορθολογισμού, στραμμένη προς έναν ωφελιμιστικό στόχο. Πρόκειται για μια αντιστοιχία σκοπών και μέσων. Όπως για παράδειγμα ένας στρατηγός που καταστρώνει τα σχέδια του ή ένας επιστήμονας που πειραματίζεται αναζητώντας αποδείξεις.
- Και την ορθολογική ως προς την αξία δράση: που έχει ως κίνητρο τις δογματικές αξίες, με έντονο το στοιχείο της ανελαστικότητας. Παραδείγματος χάρη, όπως δρα ο στρατιώτης που φεύγει για τον πόλεμο και ο καπετάνιος που εγκαταλείπει τελευταίος το καράβι που βυθίζεται.
Τα παραπάνω ιδεότυπα αποτελούν «επιστημονικούς τύπους» που έχουν συγκροτηθεί για να υπηρετήσουν τους σκοπούς της έρευνας. Επιπρόσθετα ο Βέμπερ διατυπώνει πως:
Η κοινωνική ζωή είναι καμωμένη από αλληλεπιδράσεις, ζυμώσεις, συγκρούσεις και συμβιβασμούς και αυτό κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα για να την κατανοήσουμε.
Οι μορφές της κυριαρχίας:
Συνεχίζοντας την επιστημονική του έρευνα, ο Γερμανός κοινωνιολόγος προσπαθεί να διευκρινίσει την έννοια της κυριαρχίας, η οποία σχηματίζεται από είτε από ένα συνδυασμό συμφερόντων είτε μιας θεμελιωμένης κυριαρχικής αρχής. Γι’ αυτό και προσθέτει σε κάθε τύπο δραστηριότητας, έναν ιδιαίτερο τύπο κυριαρχίας. Δηλαδή την πιθανότητα να βρεθεί ένα πρόσωπο που είναι έτοιμο να υπακούσει σε μια διαταγή ορισμένου περιεχομένου.
Οι τρεις μορφές κυριαρχίας κατά τον Μαξ Βέμπερ είναι οι εξής:
- Η παραδοσιακή κυριαρχία: που στηρίζει τη νομιμότητα της στην παράδοση (ή το κληρονομικό δικαίωμα). Όπως η εξουσία του χωροδεσπότη στη φεουδαλική κοινωνία ή η εξουσία του πατέρα μέσα στην οικογένεια.
- Η χαρισματική κυριαρχία: μιλάμε για μια ηγετική προσωπικότητα προικισμένη με αίγλη και φυσική επιρροή στην μάζα. Ο χαρισματικός ηγέτης στηρίζει την εξουσία του στη δύναμη της πειθούς των μαζών. Και η υπακοή σε τέτοιους ηγέτες συναρτάται με συγκινησιακούς παράγοντες που οι ίδιοι οι ηγέτες κατορθώνουν να διεγείρουν ώστε να διατηρήσουν τον έλεγχο.
- Η κυριαρχία του νόμου: που στηρίζεται στην εξουσία ενός απρόσωπου και αφηρημένου δικαίου. Από όπου προκύπτει ένα ρεπουμπλικανικό νομικό μοντέλο, όπου ο νόμος είναι υπεράνω προσώπων, με αποτέλεσμα να παράγεται ένα είδος «έλλογης νομικό-γραφειοκρατικής» εξουσίας. Η γραφειοκρατική διοίκηση του κράτους παρουσιάζεται δικαιότερη και αποτελεσματικότερη. Εφόσον η εξουσία θεμελιώνεται στην αρμοδιότητα και όχι στο έθιμο ή στη δύναμη. Επίσης η γραφειοκρατική λειτουργία του κράτους απαγορεύει τις πελατειακές σχέσεις, προάγει την εξειδίκευση και ρυθμίζει την σταδιοδρομία με αντικειμενικά κριτήρια.
Διαχωρίζοντας έτσι τους τύπους της κυριαρχίας, ο Βέμπερ «μπλέκεται» μέσα σε μια προσπάθεια “ερμηνείας” της φύσης της εξουσίας και του κοινωνικού γίγνεσθαι. Προσπαθςί να εξετάσει τόσο την κοινωνική ταυτότητα των εξουσιαστών όσο και των εξουσιαζόμενων.
Η προτεσταντική ηθική του Μαξ Βέμπερ:
Στο έργο του «Προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», ο Βέμπερ κάνει μια απόπειρα να απαντήσει στο ερώτημα: «Ποιοι είναι οι λόγοι που συνέβαλαν στο να αναπτυχθεί με τον τρόπο που έχει αναπτυχθεί ο δυτικός καπιταλισμός;». Για να γίνει αυτό βέβαια ο Μαξ Βέμπερ ανατρέχει στην ιστορία, κάνοντας μια συγκριτική μελέτη μεταξύ διαφορετικών εθνών και λαών, ώστε μέσα από αυτή την σύγκριση να προκύψει το πότε και το πώς διαφοροποιήθηκε και εξελίχθηκε ο λεγόμενος δυτικός πολιτισμός μέχρι να αποκτήσει την τελική του μορφή.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο Βέμπερ προκειμένου να εξηγήσει την πορεία του δυτικού κόσμου λαμβάνει υπόψη του τόσο τις υλικές/αντικειμενικές συνθήκες, όσο και εκείνες τις κατά κάποιο τρόπο είναι «άυλες». Δηλαδή τις «πνευματικές» που περικλείονται μέσα σε έννοιες, όπως το «πνεύμα», η «ηθική» και η «ιδεολογία». Αυτός είναι και ο λόγος που οι διάφορες θρησκείες και θρησκευτικά δόγματα παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάλυση του.
Τα χαρακτηριστικά του δυτικού καπιταλισμού:
Τα κύρια χαρακτηριστικά και οι βασικές υποδομές του δυτικού πολιτισμού βασίζονται κατά κύριο λόγο στην εξέλιξη. Τόσο της επιστήμης και του πειραματισμού (όπως τα μαθηματικά, η αστρονομία, η φυσική, η μηχανική, η ιατρική, η χημεία) όσο και στην ανάπτυξη της εμπειρικής γνώσης και του στοχασμού. Πάνω σε ζητήματα που αφορούν την δημιουργία του κόσμου και της ζωής. Η φιλοσοφική και θεολογική ενατένιση σε βάθος καθώς και η αφαιρετική σκέψη, οδήγησαν στην ενίσχυση του λογικού πνεύματος με αποτέλεσμα την κατασκευή ενός κράτους δικαίου με κανονικό δίκαιο και νόμους, οδηγώντας εν ολίγοις σε κοινωνικές συμβάσεις που «έχτισαν» τους κανόνες κοινωνικής συνεργασίας και συμπεριφοράς.
Η πρόοδος αυτή που σημειώθηκε στον δυτικό πολιτισμό, δημιούργησε τις υποδομές για να μπορέσει να αναπτυχθεί ένα είδος καπιταλισμού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα ο δυτικός καπιταλισμός βασίστηκε στην «καπιταλιστική επιχείρηση». Ένα είδος επιχείρησης προσανατολισμένης στην απόκτηση κέρδους από έννομες οικονομικές δραστηριότητες. Υπάρχει δηλαδή μια σαφής διάκριση από τον τυχοδιωκτικό τρόπο κερδοσκοπίας στα πλαίσια του οποίου περιλαμβάνεται και η απόκτηση πλούτου με την βία. Εδώ βέβαια μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η θεώρηση αυτή του Μαξ Βέμπερ είναι μονομερής, μιας και όπως μας διδάσκει η ιστορία, η εξελικτική πορεία του δυτικού καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού κάθε άλλο παρά ειρηνική δεν ήταν.
Η καπιταλιστική αυτή επιχείρηση είναι οργανωμένη ορθολογικά. Είναι διαμορφωμένη έτσι ώστε να αποκτά δική της ανεξάρτητη υπόσταση και να βασίζει την λειτουργία της στην «τυπικά» ελεύθερη εργασία, όπως πολύ εύστοχα διατυπώνει ο Βέμπερ. Γι’ αυτόν η καπιταλιστική επιχείρηση είναι το κύτταρο της καπιταλιστικής οικονομίας και βασικός φορέας όλων των εξελίξεων. Το κράτος και οι γραφειοκρατικές διαδικασίες, όπως και ο νομικός διαχωρισμός της επιχειρησιακής από την ατομική ιδιοκτησία βοήθησαν στο«σπάσιμο» της παραδοσιοκρατίας και την εγκαθίδρυση του καπιταλιστικού μηχανισμού, που καθορίζει τις ανταγωνιστικές σχέσεις κοινωνίας-αγοράς.
Καπιταλιστική ηθική:
Οι υποδομές πάνω στις οποίες βασίστηκε ο καπιταλισμός μερίμνησαν στο να αναπτυχθεί και μια ανάλογη ιδεολογία. Ένα «καπιταλιστικό πνεύμα-ηθική». Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του για την προτεσταντική ηθική ο Μαξ Βέμπερ κάνει μερικές στατιστικές συγκρίσεις μεταξύ των προτεσταντών και των καθολικών. Οι συγκρίσεις αυτές αφορούν τόσο το επίπεδο και το είδος της εκπαίδευσης τους, όσο και το είδος της εργασίας τους.
Από τις συγκρίσεις αυτές, ο Μαξ Βέμπερ συμπεραίνει ότι οι επιχειρηματίες και οι κάτοχοι κεφαλαίων, τα ανώτερα δηλαδή στρώματα των ειδικευμένων εργατών και το ανώτερο τεχνικά και εμπορικά μορφωμένο προσωπικό των σύγχρονων επιχειρήσεων είναι στην πλειοψηφία προτεστάντες. Παρατηρεί επίσης ότι τα παιδιά των προτεσταντών προχωρούν περισσότερο με τις σπουδές τους, από ότι τα παιδιά των καθολικών με το μεγαλύτερο ποσοστό να καταλήγει να εργάζεται σε κλάδους που αφορούν βιομηχανικά και τεχνικά επαγγέλματα καθώς επίσης και επαγγέλματα αστικού κερδοσκοπικού τύπου.
Ο στόχος της καπιταλιστικής “ταξικοποίησης” προωθεί τους κοινωνικά ευνοημένους ώστε να συνεχίσουν, διατηρώντας την οικονομική και ταξική τους υπεροχή και εριθωριοποιώντας αμετακλήτως τους λιγότερο ευνοημένους εκπροσώπους της εργατικής τάξης. Τους πολίτες ενός «κατώτερου Θεού». Για τους προτεστάντες η εργασία αποτελεί ένα προκαθορισμένο έργο ζωής που παραμένει το ίδιο από την αρχή ως το τέλος σαν πεπρωμένο, κάτι που δεν ίσχυε για τους καθολικούς και για κάθε “καθολικό” που αποτελεί μέρος του υπό-διαίστερου κοινωνικού τμήματος.
Προτεσταντική ηθική:
Πέρα όμως την απόσταση και τις αντιφάσεις μεταξύ θεωρίας και πράξης, το σίγουρο είναι ότι ο προτεσταντισμός βοήθησε στο να επανδρωθεί η εργασία από κάτι μη ηθικό έως και ανήθικη που αντιμετωπιζόταν στα καθολικά κράτη, ως το κύριο συστατικό για να θεωρηθεί ο βίος κάποιου ηθικός. Ο προτεσταντισμός, παρά του ότι περιείχε αρκετά συντηρητικά στοιχεία βοήθησε με τον τρόπο του στο σπάσιμο της παραδοσιοκρατίας, καλλιεργώντας την ιδέα ότι η συστηματική εργασία ήταν κάτι ηθικό, τροφοδότησε σε μια πρώτη φάση τις νέες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής με εργατικό δυναμικό. Όταν ο καπιταλισμός άρχισε να γίνεται κραταιό οικονομικό σύστημα, μπορούσε να ασκήσει τις αντίστοιχες πιέσεις με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο στους εργαζόμενους, ώστε να αναγκαστούν να ξεπεράσουν την προτεσταντική αντίληψη, ότι οι πιστοί πρέπει να εργάζονται μόνο μέχρι να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.
Το συμπέρασμα;
Ο δυτικός καπιταλισμός κατάφερε να αναπτυχθεί στον δυτικό κόσμο, μέσα από μια διαδικασία εξορθολογισμού του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος αντιμετώπιζε τον κόσμο και την κοινωνία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξει, βασισμένη στην λογική μια άνθιση πολλών επιμέρους κλάδων (επιστήμη-τεχνολογία, γραφειοκρατία, τέχνες, δίκαιο) που δημιούργησαν τις υποδομές προκειμένου να εξελιχθεί σταδιακά η οικονομία της δυτικής Ευρώπης από εμπορική σε φεουδαρχική και εν τέλει σε καπιταλιστική. Ο καπιταλισμός οδήγησε στην σταδιακή αλλαγή των δομών, με απώτερο σκοπό ένα νέο ανώτερο οικονομικό-πολιτικό-κοινωνικό επίπεδο.
Πηγή : https://maxmag.gr
Notice: Undefined variable: post in /home/stratili/public_html/wp-content/themes/newses/inc/ansar/hooks/hook-single-page.php on line 180