του Τιμόθεου – Γεωργίου Χαλκιά

Στην παρούσα εργασία, περιοριζόμαστε σε μία συγκεκριμένη έννοια της ηθικής φιλοσοφίας των δύο μεγάλων φιλοσόφων, την αρετή. Αμφότεροι αποτελούν από τα μεγαλύτερα ονόματα στην ιστορία της ηθικής φιλοσοφίας. Περιγραφικά και συνοπτικά παρουσιάζουμε τα σημαντικότερα για την αρετή. Η μεν ηθική του Kant ονομάστηκε δεοντολογική ή δεοντοκρατική ηθική, ενώ αυτή του Αριστοτέλη, ηθική των αρετών. Καταρχήν χρησιμοποιούμε ως πηγή το β΄ βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων του Αριστοτέλη και τη Μεταφυσική των Ηθών του Κant. Περαιτέρω για βοηθήματα καταφεύγουμε σε μία απλή και βασική βιβλιογραφία, προσβάσιμη εύκολα σε πρώτο στάδιο, πλην όμως επιστημονικώς έγκριτη. Kαταλήγουμε συμπερασματικά σε μία σύγκριση των θέσεων των δύο φιλοσόφων.
Η αρετή στον Αριστοτέλη
Καταρχήν για τον Αριστοτέλη “Ἡ εὐδαιμονία ἐστὶ ψυχῆς ἐνέργεια τις κατ’ ἀρετὴν τελείαν” (Hθικά Νικομάχεια Α΄, 1102a 5), η ευδαιμονία είναι ενέργεια της ψυχής με τους κανόνες της τέλειας αρετής. Η ηθική αρετή είναι και πολιτική αρετή: Για τον Αριστοτέλη, όπως και για τους συγχρόνους του, ο αγαθός άνδρας είναι και αγαθός πολίτης. Με αυτή την έννοια, μαθαίνουμε για την αρετή ώστε να γίνουμε ενάρετοι και να λειτουργούμε σωστά μέσα στην πόλη[1]. Εξάλλου όλη η αριστοτελική φιλοσοφία διεξάγεται μέσα στο κοινωνικοπολιτικό χώρο της πόλης-κράτους. Η ευδαιμονία πραγματοποιείται μέσα σε μία οργανωμένη πολιτεία, τόσο οι άρχονες όσο και αρχόμενοι πρέπει να έχουν ενάρετο βίο.
Ένα από τα σημαντικότερα συμπεράσματα της αριστοτελικής ηθικής διδασκαλίας είναι ότι η αρετή αποτελεί το δρόμο, το μέσο για την ευδαιμονία που αποτελεί το ανώτερο ανθρώπινο αγαθό. Θεωρείται ότι ο Αριστοτέλης εργάστηκε εκτενώς στη φιλοσοφική του πορεία για να προσδιορίσει την έννοια της αρετής, επειδή ακριβώς αποτελεί το μέσο προς το ύψιστο αγαθό για τον άνθρωπο, την ευδαιμονία. Για αυτό το λόγο έγραψε τα τρία ηθικά έργα, ενώ και σε άλλα έργα του ασχολείται ακροθιγώς. Στην πραγματικότητα, αναζητώντας το ακρότατο αγαθό, τον ορισμό του, υποχρεώνεται να αναζητήσει και την έννοια της αρετής, αυτό διαπραγματεύονται στο σύνολό τους τα Ηθικά Νικομάχεια[2].
Στο πρώτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων οι αρετές διακρίνονται σε ηθικές και διανοητικές σύμφωνα με τα μέρη της ψυχής (λογικό-άλογο). Οι τελευταίες έχουν χαρακτηριστικό ότι “τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχουσι καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν” (Β΄ βιβλίο, 1103a 2,3), άρα η απόκτησή τους προϋποθέτει “ἐμπειρίαν καὶ χρόνον” (ό.π., 4), ενώ οι ηθικές “περιγίνονται ἐξ ἔθους” (ό.π., 4,5), δηλαδή είναι αποτέλεσμα εθισμού, συνήθειας (για τον ετυμολογικό συσχετισμό έθος-ήθος-ηθική, πρβλ. Πλάτωνος, Πολιτεία, 518e 1, Νόμοι, 792e 2). Στις μεν διανοητικές κύρια θέση κατέχει ο διδάσκαλος (Πρβλ. Πλάτωνος, Πρωταγόρας), στις ηθικές όμως το ίδιο το άτομο, αφού αποκτώνται με την αδιάκοπη άσκησή του. Επομένως “οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται” (ό.π., 6-7), καμία ηθική αρετή δεν υπάρχει εκ φύσεως, εκ γενετής μέσα μας, αφού “οὐδὲν τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται” (ό.π., 7-8), σε κανένα ον δεν μπορούν να αλλάξουν με τον εθισμό τα φυσικά του χαρακτηριστικά. Ωστόσο, η διαδικασία απόκτησης των ηθκών αρετών δεν αντίκειται στην ανθρώπινη φύση, αντιθέτως ο άνθρωπος πολύ φυσικά τις δέχεται μέσω της άσκησης, όπως τις τέχνες, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τη κακία. Ιδιαίτερη σημασία έχει λοιπόν η προαίρεση. Αν ανασυγκροτήσουμε τον παραπάνω αριστοτελικό συλλογισμό παρατηρούμε:
Προκείμενη πρώτη: Όλα τα πράγματα που είναι καμωμένα από τη φύση έχουν ένα συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αλλάξει με μία διαδικασία υπομονετικού και επαναλαμβανόμενου εθισμού.
Προκείμενη δεύτερη: Η ηθική αρετή δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γεννηθεί παρά μόνο με τον εθισμό.
Συμπέρασμα: Η ηθική αρετή δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως[3].
Η σημασία λοιπόν παραπάνω της προαίρεσης στην άσκηση είναι καθοριστικός παράγοντας, καθότι η άσκηση και ο εθισμός δεν είναι ουδέτερες έννοιες αλλά ανάλογα με την προαίρεση αποβαίνουν θετικές ή αρνητικές. Ασκείται και εθίζεται κάποιος στην αρετή ή στο κακό.
Η αρετή ορίζεται με τον εξής τρόπο: Τρία είναι “τὰ ἐν τῇ ψυχῇ γινόμενα: τὰ πάθη, αἱ δυνάμεις, αἱ ἔξεις“ (Α΄ βιβλίο, 1095 b 19). O Aριστοτέλης απλά δείχνει ότι η αρετή δεν ανήκει στα πάθη ή στις δυνάμεις, οπότε απομένει να είναι έξη. Ο τρόπος αυτού του συλλογισμού του όπου αποκλείει δύο από τα τρία ενδεχόμενα, και ακολούθως αποδέχεται μοιραία το τρίτο, δεν είναι σπάνιος στον σταγειρίτη φιλόσοφο. Ωστόσο δεν αποδεικνύει πουθενά ότι “τὰ ἐν τῇ ψυχῇ γινόμενα” είναι τρία μόνο. Ο όλος συλλογισμός του ξεκινάει από την πίστη αυτή ως δεδομένη.[4]
Σπουδαίο σημείο στη διαπραγμάτευση αυτή αποτελεί η διδασκαλία του περί του μέσου, περί μεσότητας. Ο Αριστοτέλης ορίζει το μέσον, αναγνωρίζει το μέσον μεταξύ υπερβολής και ελλείψεως (Β΄ βιβλίο, 1106 a 26 εξ.). Στον αγώνα όμως της απόκτησης της αρετής δια της μεσότητας, είναι συχνό και φυσικό φαινόμενο να ρέπουμε και να εκτρεπόμαστε είτε προς την υπερβολή είτε προς την έλλειψη. Εάν αυτή η παρεκτροπή, η απόκλιση, είναι μικρή, δεν είναι ψεκτή καθότι αναπόφευκτη, δεν πρέπει να αποθαρρύνει: “ἡ μέση ἕξις ἐν πᾶσιν ἐπαινετὴ, ἀποκλίνειν δὲ δεῖ ὁτὲ μὲν ἐπὶ τὴν ὑπερβολὴν ὁτὲ δ’ ἐπὶ τὴν ἔλλειψιν. οὕτω γὰρ ῥᾷστα τοῦ μέσου καὶ τοῦ εὖ τευξόμεθα” (1109b). Η μεσότητα βέβαια έχει να κάνει με τον καθένα μας (μέσον δὲ οὐ τὸ τοῦ πράγματος ἀλλὰ τὸ πρὸς ἡμᾶς, 1106b 8,9), δηλ. διαφέρει μεταξύ μας, είναι υποκειμενική, προσωπική υπόθεση, είναι “μία ανοιχτή έννοια, που απαιτεί κάθε φορά προσδιορισμό”[5].
Εξάλλου η ευχαρίστηση και η δυσαρέσκεια αποτελούν γνώμονα, κανόνα. Ο άνθρωπος στην προσπάθεια απόκτησης αρετής έχει ανάγκη επιβεβαίωσης της ορθότητας των επιλογών του (πρβλ. Α΄ βιβλίο, 1099a 14, αἱ κατ’ ἀρετὴν πράξεις ἡδεῖαι). Το σημείο εκκίνησης για τη διαμόρφωση των έξεων είναι η ηδονή και η λύπη που αισθανόμαστε σε κάθε μας πράξη, συγχρόνως είναι και αποδεικτικό στοιχείο. Δεν αρκεί να κάνουμε ενάρετες πράξεις αλλά να γίνονται και με τη θέλησή μας και να αισθανόμαστε ευχαρίστηση. Ωστόσο, υπάρχει και η περίπτωση άνθρωποι να ευχαριστιούνται με ανήθικες πράξεις και δυσανασχετούν με τις ενάρετες, αυτό πάλι δείχνει το σημείο εκκίνησης αλλά και απόδειξης των έξεων. Οι πράξεις μας απελευθερώνουν τα συναισθήματά μας. Η ποιότητα των συναισθημάτων μας βρίσκεται σε αναλογική ανταπόκριση με την ποιότητα των ενεργειών μας. Αυτή είναι και η ορθή παιδεία, η διαμόρφωση δηλαδή κριτηρίου για την οριστική διαμόρφωση των αρετών. Η ηδονή και η λύπη (ανεκτίμητα για την ηθική στάση του ανθρώπου) συνδέονται με την αρετή υπό συγκεκριμένους ποιοτικούς και χρονικούς καθορισμούς, δηλαδή υπό τον όρο της μεσότητας.
Η αρετή ως μεσότητα όπως ορίζεται από τον Αριστοτέλη, έχει επισημανθεί ότι αποτελεί μία πρωτότυπη σύλληψη. Αν και ο Πλάτων μιλάει για αρμονία[6], ωστόσο το πλατωνικό Αγαθό και η αρετή κινούνται σε ένα κόσμο νοητό και μεταφυσικό, η αρετή έχει περιβληθεί με χαρακτηριστικά θεϊκά, μόνο η εύνοια των θεών μπορεί να βοηθήσει ώστε να γίνει η αρετή κτήμα του ανθρώπου. Παρόμοια στον Όμηρο και στον Πίνδαρο[7]. Ο Αριστοτέλης δίνει έμφαση στην ανθρώπινη όψη της αρετής και του αγαθού. Επίσης ο Πλάτων συνδέοντας την αρετή με την ιδέα του Αγαθού έδωσε μία θεωρητική βάση, καθώς ενάρετες είναι οι πράξεις που μετέχουν στην ιδέα του Αγαθού. Ο Αριστοτέλης επισημαίνει τον πρακτικό χαρακτήρα της αρετής, ενάρετος είναι αυτός που εκτελεί πράξεις αγαθές και όχι αυτός που έχει ανάμνηση της ιδέας του αγαθού μέσω της γνώσης. Κατά τον Αριστοτέλη η ευδαιμονία είναι ενέργεια της ψυχής που καθοδηγείται από την αρετή, απομακρύνεται λοιπόν από την πλατωνική διερεύνηση της ιδέας του Αγαθού και ασχολείται με τις “κατ’ αρετήν” πράξεις[8].
Συμπερασματικά λοιπόν, η ηθική αρετή κατά τον Αριστοτέλη είναι προαιρετική έξη, βρίσκεται στο σε σχέση με εμάς μέσον, το οποίο καθορίζεται από τον ορθό λόγο του φρόνιμου ανθρώπου, και βρίσκεται μεταξύ υπερβολής και ελλείψεως καθώς πετυχαίνει το δέον, το καλό. Άρα, από την άλλη πλευρά, κακία είναι τα λάθη που γίνονται όταν ο άνθρπωπος κινείται προς τα άκρα, την υπερβολή και την έλλειψη.

Η αρετή στον Kant
Η ηθική του Κant θα μπορούσε να θεωρηθεί μία μορφή δεοντολογικής ηθικής (δίνει έμφαση στο δέον, το καθήκον, την υποχρέωση), μίας ηθικής δηλαδή που ορίζει το ορθό ανεξάρτητα από το καλό, σε αντίστιξη με μία τελολογική ηθική, όπως του ωφελισμού. Το κριτήριο του ηθικά επιτρεπτού είναι ο ηθικός νόμος, η κατηγορική προσταγή, η οποία είναι η αιτία για την προβλεπόμενη εξέλιξη μίας πράξης. Σε κάποιες περιπτώσεις ο σεβασμός του ηθικού νόμου θα οδηγήσει σε άσχημα αποτελέσματα, όπως η τήρηση μίας υποσχέσεως, ωστόσο η πράξη κρίνεται σωστή ή λάθος, όχι από το κακό που την παράγει, αλλά από το είδος αυτής της πράξης. Η Καντιανή ηθική δεν στηρίζεται στο συναίσθημα (όπως στον Hume) αλλά στη λογική και ισχύει a priori. H λογική μπορεί να θέτει στόχους που να είναι ανεξάρτητοι από τις επιθυμίες μας, η ακριβής έννοια του καθήκοντος θα πρέπει να κατανοηθεί ανεξάρτητα από την όποια επιθυμία, θα πρέπει να πράξω κάποια υπόσχεσή μου ακόμα και αν δεν έχω επιθυμία, δεν θέλω έπειτα, να το πράξω. Τα γνήσια ηθικά καθήκοντα είναι κατηγορικά και αδιαπραγμάτευτα. Επομένως η πηγή της ηθικής εξουσίας δεν μπορεί να αναζητηθεί στην ανθρώπινη φύση, όπως αντιθέτως συμβαίνει με τα συναισθήματά μας, αλλά βρίσκεται στην καθαρή λογική (κάτι που δεν συμβαίνει στα ζώα)[9].
Βασική αποστολή της ηθικής φιλοσοφίας λοιπόν δεν είναι να διδάξει την αρετή, δεν πρόκειται για μία ηθική ρητορική που υπόσχεται να στρέψει την ανθρώπινη καρδιά προς το καλό, για να ακολουθήσει τον δρόμο της αρετής. Βασική αποστολή της είναι η κριτική ανάλυση της a priori σύστασης της πρακτικής ηθικής ζωής, δηλ. σκοπός είναι όχι να περιγράψει πώς συμπεριφέρονται τα ανθρώπινα όντα, αλλά είναι μία έρευνα αρχών. Δεν έχει σκοπό να απομονώσει όποιες ψυχολογικές παρορμήσεις αλληλεπιδρούν κατά την ηθική δράση, διότι αυτές είναι μεταβλητές τάσεις, πολυειδείς επιθυμίες, ειδικές και συγκεκριμένες σε κάθε άτομο. Δεν εξετάζει το πώς συμπεριφερόμαστε, αλλά ποια αρχή θεμελιώνει την ηθική και αποτελεί a priori συνθήκη που καθιστά την ηθική ως τέτοια (όπως δηλαδή και στη καντιανή Λογική)[10].
Ο ηθικός νόμος είναι κατηγορικός παρά υποθετικός, και είναι προσταγή, κατηγορική προσταγή (διαταγή), όχι υποθετική προσταγή (=ενδεχόμενη τήρηση μόνο αν συμβαδίζει με τις επιθυμίες μας). Επίσης το ηθικά σημαντικό είναι το κατ’ εντολή ή από καθήκον, παρά από φυσική κλίση (=επιθυμία, συναίσθημα). Ο Κant φαίνεται να παραμερίζει τα συναισθήματα, να τα δίνει μόνο εργαλειακή αξία, ή ακόμα αυτά να παρεμποδίζουν την ηθική συμπεριφορά (ή να την υποβοηθούν), κάτι που εκβάλει στη θεώρηση ότι ο Κant οδηγείται στην αποτυχία του να αναγνωρίσει την εγγενή αξία ορισμένων συναισθημάτων, όπως η αγάπη. Ωστόσο, δεν λέει ότι αυτά τα εγγενή συναισθήματα είναι κακά, αλλά είναι ηθικώς και αξιακώς μη θαυμαστά. Άλλο το ακολουθώ έναν κανόνα, και άλλο το συμπεριφέρομαι έτσι, ώστε οι πράξεις μου τυχαίνει να συμφωνούν με έναν κανόνα. Το πρώτο είναι το ηθικώς άξιο[11].
Επειδή ακριβώς η ηθική φιλοσοφία είναι έρευνα της a priori συνθήκης που καθιστά την ηθική ως τέτοια, η αρχή αυτή οφείλει να είναι ανεξάρτητη από επιθυμίες και παρορμήσεις, συναισθήματα, αλλά δεν μπορεί να συναχθεί ούτε και από μεταφυσικές, θεολογικές, δηλ. υπερβατικές εντολές[12]. Τα ταλέντα, ο χαρακτήρας, ο αυτο-έλεγχος και η τύχη μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κακούς σκοπούς, ακόμα και η ευτυχία μπορεί να διαφθείρει, μόνο η καλή βούληση είναι καλή καθ’ εαυτή[13]. Υπ’ αυτήν την έννοια πρόκειται για μία θεωρητική-καθολική ηθική που στρέφεται όχι στο περιεχόμενο αλλά στην καθαρή μορφή της[14].
O άνθρωπος δεν έχει προικιστεί με τη βούληση για να επιδιώκει την ευτυχία, το ένστικτο θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό για αυτόν το σκοπό. Ο Λόγος μας δόθηκε για να παραγάγει μία βούληση καλή, όχι ως μέσο προς επίτευξη κάποιου απώτερου σκοπού, αλλά καλή καθ’ εαυτήν. Η καλή βούληση είναι το ύψιστο αγαθό και προϋπόθεση όλων των άλλων αγαθών, συμπεριλαμβανομένης της ευδαιμονίας. Το να πράττει κανείς σύμφωνα με το καθήκον σημαίνει να επιδεικνύει καλή βούληση παρά τις δυσκολίες, πρέπει δε να διακρίνουμε μεταξύ του να πράττει κανείς σύμφωνα με το καθήκον και του να πράττει με κίνητρο το καθήκον. Η αξία του χαρακτήρα φαίνεται όταν κάποιος κάνει καλό όχι από προδιάθεση, αλλά από καθήκον. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πράττει από σεβασμό στον ηθικό νόμο, να πράττω με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορώ να θέλω η δική μου αρχή να καταστεί καθολικός νόμος.
Υπάρχει η υποθετική προσταγή: Εάν θέλεις να επιτύχεις ένα συγκεκριμένο στόχο, πράττε με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Υπάρχουν άρα πολλές υποθετικές προσταγές καθώς υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί στόχοι. Η κατηγορική προσταγ είναι όμως μία, η προσταγή της ηθικής, καιή ορίζεται ως εξής: 1. “Να ενεργείς πάντοτε σύμφωνα με εκείνη την αρχή που θα επιθυμούσες, συγχρόνως, να γινόταν ένας καθολικός νόμος“. 2. “Πράττε με τέτοιο τρόπο ώστε να χρησιμοποιείς την ανθρωπότητα, τόσο στο πρόσωπό σου όσο και στο πρόσωπο του οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου, πάντα ως σκοπό και ποτέ μόνο ως μέσο“. 3. “Πράττε έτσι ώστε η βούλησή σου να μπορεί να θεσπίσει μία καθολική νομοθεσία“.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ηθικής πράξης που ορίζεται από την κατηγορική προσταγή είναι η περίπτωση που πρέπει να πεις ψέματα για να σώσεις κάποιον. Εδώ ο Κant λέει ότι δεν πρέπει να πεις ποτέ ψέματα. Αυτή η υπόθεση έχει εγείρει πολλές συζητήσεις και επικρίσεις. Ο Kant σύμφωνα με κάποιους παρουσιάζεται εδώ μάλλον ως ιδεαλιστής. Πάντως υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους εφαρμόζεται η κατηγορική προσταγή. Είτε καθολικεύεται χωρίς να υπάρχει αντίφαση, είτε δεν καθολικεύεται, γιατί η καθολίκευσή της συνεπάγεται αντίφαση. Ο Kant λέει ότι οι δύο διαφορετικές περιπτώσεις αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικά είδη καθήκοντος, στα τέλεια και ατελή, ή στα αυστηρά και αξιέπαινα.
Η ευδαιμονία συνδέεται με την αρετή, όμως δεν πρέπει να αποτελεί αρχή της, εφαλτήριο, κίνητρο, μόνο η επίγνωση του καθήκοντος αποτελεί αρχή και κανόνα της αρετής, διαφορετικά, εάν δηλ. η ευδαιμονία αποτελέσει αιτία για την αρετή, τότε παύει να λειτουργεί η αρετή καθαυτή: “Εάν γίνει δεκτή ως αρχή η ευδαιμονία αντί της ελευθερονομίας (η αρχή της ελευθερίας της εσωτερικής νομοθεσίας), τότε η συνέπεια είναι η ευθανασία (ο ήπιος θάνατος) κάθε ηθικής“[15].
Ως ανθρώπινο ον, δεν είμαι μόνο σκοπός καθ’ εαυτόν, είμαι μέλος ενός βασιλείου των σκοπών. Αυτό σημαίνει μία συστηματική ένωση διαφορετικών έλλογων όντων υπό κοινούς νόμους. Η βούλησή μου είναι ορθολογική στο βαθμό που οι αρχές της μπορούν να γίνουν καθολικοί νόμοι, και ο καθολικός νόμος είναι νόμος που συνίσταται από ορθολογικές βουλήσεις σαν τη δική μου. Ένα έλλογο ον υπόκειται μόνο σε νόμους τους οποίους έχει θεσπίσει το ίδιο και είναι ωστόσο καθολικοί. Στο βασίλειο των σκοπών είμαστε όλοι συγχρόνως νομοθέτες και υπήκοοι.
Η αρετή στον Αριστοτέλη και στον Κant, διαφορές και ομοιότητες
Για τον Kant οι έννοιες της ηθικής συνάγονται a priori, οι προτάσεις είναι είτε αναλυτικές και a priori, είτε συνθετικές και a posteriori, αλλά οι προτάσεις που σχετίζονται με τον ηθικό νόμο είναι ξεχωριστές, γιατί είναι συνθετικές και a priori, δηλαδή δεν είναι αναλυτικές, ώστε η αλήθειά τους να προκύπτει αναγκαία και είναι ανεξάρτητες από την εμπειρία. Στα Θεμέλια της Μεταφυσικής των Ηθών (1785)διευρευνά πώς προκύπτει αυτό το πράγμα, προσπαθεί να καταδείξει ποιες είναι οι a priori αυτές αρχές με τις οποίες διατυπώνουμε τις ηθικές μας κρίσεις και ποια η θεμελιώδης αρχή της πράξης που καθορίζει τη λήψη ηθικών αποφάσεων. Οι αρχές αυτές είναι εγγενείς στον κόσμο, αντίθετα με τον Αριστοτέλη (και τους Πλάτωνα, Ακινάτη) που ασχολούνται με το “αγαθό για τον άνθρωπο”, ο Kant ασχολείται με τις θεμελιώδεις αρχές της ηθικής, που αποτελούν τη βάση των ηθικών μας επιλογών. Δεν εξετάζει την ψυχολογία ή τη φύση του ανθρώπου αλλά εκτιμά ότι οι ηθικές αρχές είναι a priori και μπορούμε να τις ανακαλύψουμε ανεξάρτητα από την εμπειρία[16].
Η αριστοτελική αρετή έχει ως κέντρο την πράξη, η οποία κάνει τον άνθρωπο ελεύθερο, καθώς η πράξη αποκαλύπτει αν ο άνθρωπος διέπεται από την μεσότητα ανάμεσα στην υπερβολή και στην έλλειψη. Βασική σημασία κατέχει η ελεύθερη προαίρεση, η ελεύθερη επιλογή μεταξύ δύο δρόμων. Ο Κant συντάσσεται στην διατύπωση της ηθικής θεωρίας του με την έννοια του δέοντος. Η ηθική θεωρία δεν είναι αποκομμένη από την γνωσιολογία του. Η θεωρία της κατηγορικής προσταγής, η οποία ανάγει την καταγωγή της στην κοσμοπολίτικη ηθική των Στωικών, αναφέρει “πράττε έτσι, ώστε η ρυθμιστική αρχή της βούλησης σου να μπορεί, συγχρόνως, να καταστεί καθολικός νόμος”. Η ηθική αυτή επιλογή λειτουργεί όπως η χρηματική επιταγή και έχει ανταποδωτικό χαρακτήρα, διότι μας παράσχει όχι μέσω υποσχέσεως, αλλά κατόπιν πράξεως, ασφαλίζει από την ηθική παρεκτροπή και αποτελεί πεμπτουσία της ηθικά ελεύθερης επιλογής, επειδή εντάσσει τον υποκειμενισμό του δέοντος στην αντικειμενική του παραδοχή και αξίωση. Ο Κant δεν αποκόπτει την πράξη από το έξω είναι και μας προτρέπει σε μία ηθική καθολικής παραδοχής, όπου συμφύρονται το καθήκον, η βούληση, το δίκαιο και η μεταφυσική ηθική: “κάνε ό,τι θα ήθελες να σου κάνουν και γίνε ηθικό πρότυπο”[17]. Συμπερασματικά, η αρετή για τους δύο φιλοσόφους δεν είναι κάτι το μεταφυσικό, και εκφράζει διαχρονικές ανθρώπινες αξίες.
Ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι το καλύτερο και ενάρετο είδος ανθρώπου είναι εκείνο το άτομο που επιδεικνύει αρμονική ψυχολογική λειτουργία, δηλ. έχει τα μέρη της ψυχής του, το επιθυμητικό και το λογιστικό μέρος σε αρμονία. Αν κρίνουμε ότι κάτι είναι καλό, τότε το επιθυμούμε. Αν ένα άτομο επιθυμεί κάτι κακό αλλά διατηρεί μία ικανότητα σωστής δράσης, έχει ένα είδος μεσαίας καλής ποιότητας, αφού διαθέτει ακόμα το ηθικό σθένος της βούλησης. Όμως ο χαρακτήρας του θα ήταν καλύτερος αν δεν χρειαζόταν να πιέσει τον εαυτό του να δράσει ορθά, αν συγχρόνως κατανοούσε και επιθυμούσε το καλό και σωστό. άρα αυτό που θα είχαμε τη φυσική κλίση να πράξουμε, θα βρισκόταν σε αρμονία με τη γνώση αυτού που θα ήταν σωστό να πράξουμε, τη γνώση του καθήκοντός μας[18].
Ωστόσο στον Kant έχουμε μία κλίση που μπορεί ή δεν μπορεί να καλλιεργηθεί (αν και όπως πίστευε, όταν δρούμε σωστά παρακινούμενοι μόνον από την καλή μας φυσική κλίση, οι πράξεις στερούνται ηθικής αξίας). Αυτό που μας διαφοροποιεί από τα ζώα που δρουν ενστικτωδώς είναι η λογική κρίση για ό,τι οφείλουμε να πράξουμε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να πράττουμε το καθήκον μας έναντι στην κλίση μας. Αυτό που έχει αξία είναι το κατά πόσο η αίσθηση του καθήκοντος είναι ή δεν είναι αυτή που παρακινεί τις πράξεις μας. Μπορεί να υπάρχει και φυσική κλίση, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο. Οι κλίσεις μας είναι απλές επιθυμίες, ασταθείς για ένα στέρεο ηθικό κίνητρο. Το περιεχόμενό τους αλλάζει, κάτι που δε συμβαίνει στις προσταγές της λογικής[19].
Η αριστοτελική ηθική φιλοσοφία είναι τελολογική, οι επιμέρους σκοποί υποτάσσονται στον υπέρτερο σκοπό που είναι η ευδαιμονία των πολιτών, μία ευδαιμονία προερχόμενη από την ηθική αρετή, την αυτάρκεια. Η ευδαιμονία βέβαια εννοείται διαφορετικά από τους ανθρώπους, είτε ως απολαυστική ζωή-ηδονές, είτε ως πολιτική ζωή-τιμή, είτε ως θεωρητικός βίος-ενέργεια του νου. Υπάρχει το λογικό μέρος που διαννοείται, και το άλογο. Ο άνθρωπος είναι φυσικά καθορισμένος εν μέρει. Έχει ελευθερία και μπορεί να επεξεργαστεί το φυσικά και κοινωνικά δοσμένο, η φύση άρα είναι βελτιώσιμη.
Για τον Kant όμως, ο άνθρωπος έχει το λόγο (ως πρακτικός Λόγος, παρότι η φύση τον έχει προικήσει με όλες τις ικανότητες για να είναι ευτυχής), για να δημιουργήσει μία θέληση, όχι ως μέσο για άλλο ή για άλλους σκοπούς, αλλά ως μία αγαθή καθαυτή θέληση (όταν η θέληση είναι αυτόνομη, όταν δεν χρησιμοποιείται η θέληση ως μέσο για άλλους σκοπούς). Η αγαθή θέληση είναι το ανώτατο αγαθό, καθώς υπάρχουν πολλά κίνητρα για μία αγαθή πράξη: Το συμφέρον και ο εγωισμός, η ροπή, και το τέλειο κίνητρο που είναι το καθήκον. Με αυτή την έννοια ο Kant αποδεσμεύει την αρετή από την ευδαιμονία.
Κατά τον σταγειρίτη, ο άνθρωπος παρά τις ατυχίες του διασώζει την ηθική του, αντιθέτως ο Κant θεωρεί ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ηθικός. Έχουμε στον Kant μία φυσική ή ψυχολογική αγάπη σε αντίστιξη με την πρακτική ή ηθική αγάπη. Η ηθική αξία που γίνεται από καθήκον, δεν έγκειται στο σκοπό, αλλά στο γνώμονα, σύμφωνα με τον οποίο η πράξη αποφασίζεται. Ο Αριστοτέλης λέει ότι ο άνθρωπος δεν είναι πραγματικά ενάρετος, στο βαθμό που εξασκεί την αρετή παρά τη θέλησή του. Ένα πραγματικό ενάρετο άτομο απολαμβάνει πλήρως να εκτελεί ενάρετες πράξεις. Για τον Kant, η πραγματική απόδειξη αρετής είναι η οδύνη του καλώς πράττειν, μόνο όταν μας κοστίζει το ορθώς πράττειν, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι πράττουμε με κίνητρο το καθήκον.
Ο μεν Αριστοτέλης ομιλεί για διανοητικές και ηθικές αρετές που αντιστοιχούν στο λογικό και άλογο μέρος της ψυχής, ο Κant είναι φιλόσοφος τόσο του χαρακτήρα όσο και των αρχών-πράξεων. Μολονότι ο στοχασμός των δύο φιλοσόφων ακολουθεί διαφορετικούς δρόμους, καταλήγουν σε ανάλογα συμπεράσματα: Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει την ευδαιμονία δια της αρετής (προϋποτίθεται η τύχη στη ζωή του ανθρώπου), o Κant πρεσβεύει την ευτυχία δια της θέλησης που αξιοποιεί την τύχη και καθίσταται ο άνθρωπος (μόνον) άξιος για την δυνατότητα ευτυχίας. Πρόκειται λοιπόν για μία φυσική ευτυχία και μία δεύτερη δυνατότητα ευτυχίας (όταν έχω καταστήσει τη θέλησή μου αγαθή).
Ο ίδιος ο Kant αφήνει να φανούν οι διαφωνίες του με τον Αριστοτέλη. Αναφέρει ότι “Η αρετή όμως δεν μπορεί ούτε να εξηγηθεί και να εκτιμηθεί απλώς ως δεξιότητα και…ως συνήθεια, που αποκτήθηκε με μακρά άσκηση, για ηθικώς καλές πράξεις. Διότι, εάν η συνήθεια αυτή δεν είναι αποτέλεσμα συνειδητών, σταθερών και ολοένα και περισσότερο αποκαθαρμένων αρχών, τότε, όπως κάθε άλλος μηχανισμός που βασίζεται στον τεχνικώς πρακτικό Λόγο, ούτε έχει ελεγχθεί για όλες τις περιπτώσεις ούτε διασφαλίζεται επαρκώς από τη μεταβολή που μπορούν να προκαλέσουν νέοι πειρασμοί“[20]. Ο Αριστοτέλης δεν μιλάει για αποκαθαρμένες αρχές.
Ο Κant ξεκινά από διαφορετικές μεταφυσικές προϋποθέσεις, αναδομεί τα θέματα ηθικότητας, επαναλαμβάνει πράγματα που λέει ο Αριστοτέλης, αλλά αναδομημένα. Προϋπόθεση της ηθικότητας είναι η δεκτικότητα με την οποία είμαστε ανοικτοί στα συναισθήματα. Ενάρετος χαρακτήρας είναι αυτός που διαθέτει ψυχικό σθένος, δηλαδή αρετή ή ηθική αρετή ή ανδρεία. Μιλάει για a priori καθήκοντα της αρετής, σκοποί που είναι συγχρόνως και καθήκοντα, τα ατελή καθήκοντα, οι κανόνες-γνώμονες. Ο Κant μιλάει για φυσική και για ηθική τελειότητα (ο Αριστοτέλης δεν διαχωρίζει φυσικότητα και ηθικότητα, η ενάρετη πράξη ως φυσικά και λογικά όντα ενέχει στοιχεία της φυσικότητάς μας). Η ηθική αναφέρεται στο σθένος της ψυχής ή ηθικό φρόνημα. Δεν αρκεί να πράττει κανείς σύμφωνα με το καθήκον, αλλά από καθαρό κίνητρο. Περισσότερο από τον Αριστοτέλη που λέει ότι πρέπει η ενάρετη πράξη να γίνεται συνειδητά και αμετακίνητα, ο Kant αναφέρει ότι επιπλέον πρέπει να υπάρχει ψυχικό σθένος για να αποκρούει τη φυσικότητα (τις κλίσεις, τις ροπές ως εμπόδια). Τα τέλεια από τα ατελή καθήκοντα διακρίνονται ως προς το δεοντικό τους σθένος.
Ο Kant ασκεί κριτική στον Αριστοτέλη όσον αφορά την έννοια της μεσότητας: “Η διαφορά της αρετής από το ηθικό ελάττωμα δεν μπορεί να αναζητείται στους βαθμούς της τηρήσεως ορισμένων γνωμόνων, αλλά μόνο στην ιδιαίτερη ποιότητά τους (στη σχέση με το νόμο). Με άλλες λέξεις, η τιμημένη αρχή (του Αριστοτέλη), να θέτει την αρετή στη μεσότητα μεταξύ δύο ηθικών ελαττωμάτων, είναι εσφαλμένη. Έστω, π.χ., ότι η καλή οικονομία είναι η μεσότητα μεταξύ δύο ελαττωμάτων, της σπατάλης και της φιλαργυρίας. Δεν μπορεί να νοηθεί ότι πηγάζει ως αρετή από τη σταδιακή μείωση του πρώτου από τα δύο ελαττώματα που αναφέρθηκαν (με την εξοικονόμηση), ούτε με την αύξηση των δαπανών εκείνων που υποκύπτει στο δεύτερο ελάττωμα, σαν να συναντιόνταν από αντίθετες κατευθύνσεις στην καλή οικονομία. Αλλά η καθεμιά τους έχει τον δικό της γνώμονα ο οποίος αντιφάσκει κατ΄ ανάγκη με τον γνώμονα της άλλης. Ούτε μπορεί, για τον ίδιο λόγο, να εξηγηθεί ένα ηθικό ελάττωμα με τη μεγαλύτερη εξάσκηση ορισμένων προθέσεων από όσο είναι σκόπιμο (ασωτία είναι η υπερβολή στην κατανάλωση των μέσων) ή με τη μικρότερη χρήση τους από όσο χρειάζεται (η φιλαργυρία είναι ελάττωμα). Πράγματι, καθώς έτσι δεν καθορίζεται διόλου ο βαθμός, αλλά ως προς το ζήτημα αν η συμπεριφορά είναι ή όχι σύμφωνη με το καθήκον, τα πάντα εξαρτώνται από τον βαθμό αυτόν, δεν επαρκεί αυτό ως εξήγηση“[21].
Οι άνθρωποι έχουν φυσικές ικανότητες, ωστόσο ο καθένας έχει διαφορετικές ικανότητες ή σε διαφορετικό βαθμό ή συνδυασμό-ιεράρχηση, πράγμα που σημαίνει μία τυχαιότητα της φύσης. Ο Kant λέει ότι η ηθικότητά μας δεν μπορεί να εξαρτάται από αυτή τη τυχαιότητα. Οι ανωτέρω τρεις γνώμονες κατά τον Kant αντιτίθενται στον Αριστοτέλη (στα ακόλουθα τρία παλαιότερα αποφθέγματα): “1)Υπάρχει μόνο μία αρετή και μόνο ένα ηθικό ελάττωμα. 2) Η αρετή είναι η τήρηση της μέσης οδού μεταξύ αντιτιθέμενων ηθικών ελαττωμάτων. 3) Την αρετή (όπως και τη φρόνηση) πρέπει να τη μάθει κανείς από την εμπειρία“[22].
Ωστόσο πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης λέει μεν ότι υπάρχει μία αρετή αλλά πολλά ελαττώματα. Όσον αφορά το δεύτερο, ο Kant απορρίπτει καθαρά τον Αριστοτέλη. Τέλος, ο Αριστοτέλης μιλάει για Λόγο, αλλά κυρίως εμμένει στην έξη (εμπειρία). Ο Κant θεωρεί την έξη του Αριστοτέλη ως ένα αυτοματισμό, μία μηχανιστική έννοια. Για τον Kant η έξη δεν πρέπει να είναι αποτέλεσμα αυτοματισμού, αλλά πρέπει να συνδέεται με την προαίρεση: “Η έξη είναι μία ευχέρεια να πράττει κανείς και μία υποκειμενική τελειότητα της προαίρεσης. Δεν είναι όμως κάθε τέτοια ευχέρεια μία ελεύθερη έξη. Πράγματι, εάν είναι συνήθεια, δηλαδή ομοιομορφία που έχει γίνει αναγκαιότητα από συχνά επαναλαμβανόμενη πράξη, δεν προέρχεται από την ελευθερία, και άρα δεν είναι ηθική έξη. Συνεπώς δεν μπορούμε να ορίσουμε την αρετή βάσει της έξης για ελεύθερες σύννομες πράξεις, μπορούμε όμως να την ορίσουμε ασφαλώς ως έξη, αν προσθέταμε, “έξη να καθορίζεται κανείς στο πράττειν βάσει της παράστασης του νόμου”, οπότε η έξη αυτή είναι μία ιδιότητα όχι της προαίρεσης αλλά της βούλησης η οποία είναι ένα επιθυμητικό που αποδέχεται έναν κανόνα και συγχρόνως τον νομοθετεί καθολικά. Μόνο μία τέτοια έξη μπορεί να θεωρηθεί αρετή“[23]. Η προαίρεση έχει την έννοια της εκλογής, επιλογής, και η βούληση έχει την έννοια όχι απλώς επιλογής αλλά επιθυμητικής δύναμης που καθορίζεται από τον πρακτικό Λόγο, ή επιθυμητικού όπως έχει νομοθετηθεί από τον πρακτικό Λόγο, ή το αποτέλεσμα του αυταναγκασμού, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο Kant. Η μεν προαίρεση είναι πριν επέμβει ο πρακτικός Λόγος, η δε βούληση μετά.
Ο Kant αναφέρει στη συνέχεια των ανωτέρω: “Αλλά για την εσωτερική ελευθερία απαιτούνται δύο στοιχεία: το να είναι κανείς σε μία δεδομένη περίπτωση κύριος του εαυτού του και να κυριαρχεί του εαυτού τού, δηλαδή να χαλιναγωγεί τις αψιθυμίες του και να κυριαρχεί τα πάθη του. Σε αυτές τις δύο καταστάσεις η ψυχοτροπία είναι ευγενής, ενώ στην αντίθετη περίπτωση μη ευγενής“[24]. Ωστόσο η έξη στον Αριστοτέλη είναι συνειδητή, όχι μηχανιστική, σύμφωνα με τα τρία χαρακτηριστικά που δίνει στην αρετή. Ο Kant τέλος θεωρεί την αρετή ως ένα ιδεώδες που έχουμε συνεχώς καθήκον να το προσεγγίζουμε, πρόκειται για μία κατάσταση λοιπόν, προοδευτική, δυναμική.
Βιβλιογραφία
Alessio Franco (2012), Ιστορία της Νεότερης Φιλοσοφίας“, μετάφραση Θεοδώρα Θυμιοπούλου, εκδόσεις Τραυλός, Αθήνα.
Αργυροπούλου Ρωξάνη, (2004), “Η ηθική του Αριστοτέλη”, Ε-Ιστορικά, Δεκέμβριος 2004, 35-39.
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια Βιβλίο Β΄, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Δημήτριος Λυπουρλής, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000.
Driver Julia (2010), Ηθική φιλοσοφία, οι βασικές της αρχές, μετάφραση, σχόλια, επιστημονική επιμέλεια Ι. Ν. Μαρκόπουλος, University Studio Press, Θεσσαλονίκη.
Κant Immanuel, Mεταφυσική των Ηθών, μετάφραση Κώστας Ανδρουλιδάκης, Σμίλη, 2013 (α΄ έκδοση πρωτοτύπου, Die Metaphysik der Sitten, 1797).
–Τα θεμέλια της Μεταφυσικής των ηθών, μετάφραση Γιάννης Τζαβάρας, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα και Ιωάννινα 1984.
Κenny Anthony (2005), Iστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, [τίτλος πρωτοτύπου: Τhe Oxford Illustrated History of Western Philophy, 1994],μετάφραση Δέσποινα Ρισσάκη, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα.
Μαντζάνας Κ. Μιχαήλ, (2008), “Δίκαιο και ηθική κατά τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Ι. Kant και τον J. Rawls. Συσχετισμοί και διαφοροποιήσεις”, Ηθική 6, 64-65.
Πεντζοπούλου-Βαλαλά Τ., (1998), Προβολές στον Αριστοτέλη, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη.
Vardy Peter (1994), Grosch Paul, To αίνιγμα της ηθικής, [τίτλος πρωτοτύπου: Τhe puzzle of Ethics], μετάφραση Θοδωρής Δρίτσας, εκδόσεις Αρσενίδη.
[1] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια Βιβλίο Β΄, Ζήτρος, 86 εξ.
[2] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια Βιβλίο Β΄, Ζήτρος, 65, 67.
[3] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια Βιβλίο Β΄, Ζήτρος, 68-70, 185-6.
[4] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια Βιβλίο Β΄, Ζήτρος, 203.
[5] Αργυροπούλου (2004), 37.
[6] Η λέξη αρετή προέρχεται από το ρήμα αραρίσκω, και πιθανώς έχει σχέση με την αρμονία, δηλαδή τον καλό συγκερασμό.
[7] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια Βιβλίο Β΄, Ζήτρος, 78–82.
[8] Πεντζοπούλου-Βαλαλά (1998), 260.
[9] Κant, Mεταφυσική των Ηθών, 224-225, Driver (2010), 115-119.
[10] Κant, Mεταφυσική των Ηθών, 224, Αlessio (2012), 733.
[11] Driver (2010), 121-124.
[12] Kant, Μεταφυσική των Ηθών, 223-224.
[13] Kenny (2005), 262. Βλ. Κant, Τα θεμέλια της Μεταφυσικής των ηθών, σ. 33, 35, “Από όλα όσα μπορούν να νοηθούν μέσα στον κόσμο ή και έξω από αυτόν δεν υπάρχει τίποτα άλλο, που να μπορεί να θεωρηθεί ως καλό χωρίς περιορισμό, εκτός από μία αγαθή βούληση. Ο νους, η οξυδέρκεια, η κριτική ικανότητα κι όπως αλλιώς λέγονται τα ταλέντα του πνεύματος, ή το θάρρος, η αποφασιστικότητα, η επιμονή στην απόφαση, ως ιδιότητες της ιδιοσυγκρασίας, είναι αναμφίβολα από πολλές απόψεις καλές και επιθυμητές. Μπορούν όμως να γίνουν και εξαιρετικά κακές και βλαβερές, εάν δεν είναι αγαθή η βούληση που πρόκειται να τις χρησιμοποιήσει…Η αγαθή βούληση δεν είναι καλή εξαιτίας όσων πετυχαίνει ή δημιουργεί…αλλά με το ότι θέλει, δηλαδή με το ότι είναι καθεαυτήν καλή“.
[14] Αlessio (2012), 733.
[15] Κant, Μεταφυσική των Ηθών, 225-226.
[16] Vardy (1994), 83-84.
[17] Μαντζάνας (2008), 64, 65.
[18] Driver (2010), 119-120.
[19] Driver (2010), 120-121.
[20] Κant, Mεταφυσική των Ηθών (234).
[21] Κant, Mεταφυσική των Ηθών (256-257).
[22] “Τα ηθικά καθήκοντα δεν πρέπει να εκτιμώνται σύμφωνα με τις ικανότητες που έχουν δοθεί στους ανθρώπους να ανταποκρίνονται στο νόμο, αλλά αντιστρόφως: η ηθική ικανότητα πρέπει να εκτιμάται σύμφωνα με το νόμο που επιτάσσει κατηγορηματικά, συνεπώς όχι σύμφωνα με την εμπειρική γνώση την οποία έχουμε για τον άνθρωπο, όπως είναι οι άνθρωποι, αλλά σύμφωνα με την ορθολογική γνώση, όπως οφείλουν να είναι σύμφωνα με την ιδέα της ανθρωπότητας“, Κant, Mεταφυσική των Ηθών (257).
[23] Κant, Mεταφυσική των Ηθών (260).
[24] Κant, Mεταφυσική των Ηθών (260).