• 30 Ιουνίου 2025

Stratilio

Απόψεις / Σημειώσεις / Δοκίμια

Η δυνατότητα της Άμεσης Δημοκρατίας στην εποχή μας

ByStratos Tsagaris

Ιούν 30, 2025
0 0
Read Time:33 Minute, 15 Second

του Στράτου Τσαγκαρή

Η Δημοκρατία γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Αθήνα μετά τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα (640- 560 π.Χ. περίπου) και του Κλεισθένη (570- 507 π.Χ.) και αποτέλεσε το πολίτευμα- πρότυπο όχι μόνο για δεκάδες πόλεις -κράτη της αρχαίας Ελλάδας, αλλά και το ιδανικό πολίτευμα για όλο τον σύγχρονο Δυτικό Κόσμο μετά τον Μεσαίωνα και την ίδρυση των Εθνικών Κρατών. Η αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία άνθισε για 140 περίπου χρόνια από το 462 π.Χ., χρονιά κατά την οποία ο Εφιάλτης με τους δημοκρατικούς συντρόφους του κατήγγειλαν την κακοδιαχείριση των ευγενών και η Εκκλησία του Δήμου ψήφισε την παραπομπή τους σε δίκη, εδραιώνοντας έτσι το πολίτευμα, του οποίου τις βάσεις είχε θέσει νωρίτερα, το 508 π.Χ., ο Κλεισθένης με τις μεταρρυθμίσεις του, ως το 322 π.Χ., χρονιά κατά την οποία ο Μακεδόνας Αντίπατρος, μετά τον Λαμιακό Πόλεμο (323-322 π.Χ.), στον οποίο οι Αθηναίοι ηττήθηκαν, κατήργησε την τότε δημοκρατική κυβέρνηση και εγκατέστησε ένα ολιγαρχικό καθεστώς, υπό την καθοδήγηση του Δημητρίου του Φαληρέα.  Έκτοτε η Δημοκρατία με τα χαρακτηριστικά τα οποία την καθιέρωσαν, ουδέποτε ανέκτησε την ισχύ και την επιρροή της, τόσο στον αρχαίο, όσο και στον νεότερο κόσμο. Η άμεση Δημοκρατία της Αθήνας αποτέλεσε πρότυπο διακυβέρνησης και μόνιμο ουτοπικό όραμα για το σύνολο σχεδόν των δυτικών κοινωνιών του σύγχρονου κόσμου από την Αναγέννηση ως σήμερα.

Μέσα σε ένα κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο αυτονομίας λοιπόν, 45-50.000 περίπου ελεύθεροι Αθηναίοι πολίτες αποφάσιζαν διά φανερής ή κρυφής ψήφου στην Εκκλησία του Δήμου σε τακτικές συνελεύσεις, αλλά και σε έκτακτες περιστάσεις για όλες τις σημαντικές υποθέσεις που απασχολούσαν την πόλη -κράτος της Αθήνας. Οι πολίτες (οι άνδρες με πολιτικά και δικαστικά δικαιώματα), με εξαίρεση τις γυναίκες, τους δούλους και τους Μέτοικους, εφόσον είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους, είχαν εκπληρώσει τις διετείς τακτικές στρατιωτικές υποχρεώσεις τους και κατάγονταν από Αθηναίους γονείς, είχαν το δικαίωμα και την υποχρέωση της συμμετοχής τους στο ανώτατο πολιτικό και νομοθετικό όργανο της πόλης, την Εκκλησία του Δήμου, αλλά μπορούσαν επίσης να κληρωθούν σε αξιώματα (δικαστές στο λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας) ή να εκλεγούν ανώτατοι στρατιωτικοί και οικονομικοί άρχοντες (Στρατηγοί ή Ελληνοταμίες αντίστοιχα). Η θητεία τους στα αξιώματα και στις θέσεις ευθύνης ήταν διάρκειας ενός έτους, ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα αλαζονικής άσκησης της εξουσίας και καθεστωτικής αντίληψης. Παράλληλα, η επιλογή τους γινόταν έπειτα από τον εξονυχιστικό έλεγχο του θεσμού της Δοκιμασίας, ώστε να διασφαλίζονται για τον υποψήφιο βουλευτή ή άρχοντα η καταγωγή, η ακεραιότητα (στην οποία συμπεριλαμβανόταν η υποχρέωση της φροντίδας των προγοινικών τάφων), η εντιμότητα και η προσήλωση στα δημοκρατικά ιδεώδη.

Εκεί λοιπόν, στην Πνύκα, στην Αγορά ή στο Θέατρο του Διονύσου, όπου γίνονταν οι συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου, ο κάθε ελεύθερος Αθηναίος πολίτης είχε το δικαίωμα να πάρει τον λόγο και να εκφράσει τη γνώμη του (ισηγορία) για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης και, αφού ολοκληρωθεί η συζήτηση, να ψηφίσει με ανάταση της χειρός υπέρ ή κατά μιας σημαντικής απόφασης που αφορούσε την ψήφιση νόμων, την εκλογή αξιωματούχων, τη λήψη αποφάσεων για πόλεμο ή ειρήνη, την εξωτερική πολιτική, την απονομή δικαιοσύνης που αφορούσε την ποινή του θανάτου, τον έλεγχος των αρχόντων και τον οστρακισμό.

Η συμμετοχή ήταν άμεση, προσωπική και μαζική, χωρίς αντιπροσώπους. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν με φανερή ή μυστική ψηφοφορία, ανάλογα με το θέμα και τη βαρύτητά του. Για ορισμένες σημαντικές αποφάσεις, όπως ο οστρακισμός ή η εκλογή δικαστών, απαιτούνταν απαρτία 6.000 πολιτών. Και παρόλο που οι γυναίκες, οι δούλοι και οι Μέτοικοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, ουδέποτε άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και με τέτοια συνέπεια και ένταση, ένα τόσο μεγάλο ποσοστό πολιτών αποφάσιζε σε καθημερινή σχεδόν βάση για τα πιο ασήμαντα και ταυτόχρονα τα πιο σημαντικά ζητήματα της κοινωνίας, από το χτίσιμο μιας γέφυρας ή ενός αμυντικού τείχους ως τη σύναψη μιας εμπορικής συμφωνίας με μια άλλη πόλη ή την κήρυξη πολέμου εναντίον μιας άλλης. Ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία η έννοια της συλλογικής αυτονομίας, της διαδικασίας δηλαδή θέσπισης νόμων, λήψης αποφάσεων και θέσμισης τρόπου ζωής δεν απέκτησε τέτοια σημασία και δεν υλοποιήθηκε με τέτοια και τόση συνέπεια και συνέχεια. Η αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία αποτελεί ως σήμερα ένα μοναδικό φαινόμενο της ανθρώπινης ιστορίας και επηρέασε βαθιά όχι μόνο τις σύγχρονες πόλεις- κράτη της Αθήνας, πολλές από τις οποίες έσπευσαν να μιμηθούν ή να αντιγράψουν το πολίτευμά της, αλλά επηρέασε βαθιά και ποικιλότροπα και τη Δημοκρατία της εποχής μας, τόσο στη μορφή και στο περιεχόμενο, όσο και στη δομή των θεσμών της, μολονότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει και η έννοια “δημοκρατία” έχει χάσει την πρωταρχική σημασία και ουσία της.

Οι Αθηναίοι πολίτες ψήφιζαν για όλα τα θέματα που τους απασχολούσαν και συμμετείχαν στις διαδικασίες μαζικά και με πραγματικό ενδιαφέρον για τα κοινά της πόλης τους. Άλλωστε, όπως αναφέρει και ο Θουκυδίδης στον περίφημο Επιτάφιο λόγο του, που θεωρητικά εκφώνησε ο Περικλής στον Κεραμεικό το 430 π.Χ., ήταν οι μόνοι που θεωρούσαν εκείνον που απέφευγε τη συμμετοχή στα κοινά όχι φιλήσυχο, αλλά άχρηστο πολίτη (αχρείον). Η ιδιώτευση, η ενασχόληση με τις ιδιωτικές υποθέσεις, προσωπικές ή οικογενειακές, όταν αποτελούσαν τη μοναδική δραστηριότητα του πολίτη θεωρούνταν εντελώς απαράδεκτη και μια στάση ατιμωτική. Αντιθέτως, η συμμετοχή στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου, η αποδοχή και άσκηση των κληρωτών αξιωμάτων, η ψήφιση σημαντικών νόμων και η λήψη αποφάσεων που αφορούσαν το παρόν και το μέλλον της Αθήνας ήταν τιμητική υποχρέωση που πήγαζε από εσωτερικό σεβασμό και όχι από εξωτερικό εξαναγκασμό.

Κύριο χαρακτηριστικό της Αθηναϊκής Δημοκρατίας ήταν η αυτονομία. Οι πολίτες αποφάσιζαν μόνοι τους πώς θα ζήσουν, κάτω από ποιες συνθήκες, με ποιους θεσμούς και με ποιους νόμους. Ψήφιζαν οι ίδιοι καθετί που αφορούσε την καθημερινή ιδιωτική και δημόσια ζωή τους και δεν περίμεναν έναν βασιλιά, έναν φωτισμένο ηγέτη ή έναν θεό να ορίσει τους νόμους και τους θεσμούς, που θα διέπουν στο εξής τη ζωή τους. Η “φαντασιακή θέσμιση της  κοινωνίας”, για την οποία έκανε λόγο ο σπουδαίος διανοητής και φιλόσοφος, Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997), ήταν η καθημερινή σχεδόν μέριμνα των Αθηναίων και η διαμόρφωση μέσω του διαλόγου και της συζήτησης μιας σταθερής και μόνιμης σχέσης με τη δημοκρατική άσκηση της εξουσίας. Η αυτονομία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., τον Χρυσό Αιώνα, περίοδο κατά την οποία ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της, ο Περικλής, εκλεγόταν επί δεκαπέντε συναπτά έτη στο ανώτατο αξίωμα του Στρατηγού, μαζί με άλλους εννέα διαφορετικούς κάθε φορά στρατηγούς, με βασικό του εφόδιο τη ρητορική του δεινότητα, τη φυσική ευφυΐα του και την πολιτική του οξυδέρκεια. Ο Περικλής απέκτησε τη φήμη του μέσα στους αιώνες, γιατί κατάφερνε να πείθει και να καθοδηγεί τους συμπολίτες του σε συμφέρουσες για την Αθήνα αποφάσεις, λαμβάνοντας τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου ισότιμα, όπως κάθε άλλος ελεύθερος Αθηναίος πολίτης.

Το ερώτημα ωστόσο, που τίθεται σήμερα, είναι : μπορεί μια Άμεση Δημοκρατία, όπως περίπου διαμορφώθηκε και λειτούργησε τον 5ο αιώνα π.Χ. να λειτουργήσει στην εποχή μας ; Οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες το επιτρέπουν ; Οι γεωπολιτικές συνθήκες είναι πρόσφορες για συλλογικές αποφάσεις σε τέτοια έκταση, όταν τα κράτη αποτελούνται από εκατομμύρια πολίτες, όταν ακόμη και σε κράτη, στα οποία έχουν εγκαθιδρυθεί νεωτερικά δημοκρατικά καθεστώτα η συμμετοχή των πολιτών στην άμεση λήψη αποφάσεων είναι πρακτικά και τυπικά αδύνατη ; Με ποιους τρόπους θα ήταν δυνατή η συμμετοχή, η δημόσια συζήτηση και εν τέλει η ψήφιση νόμων, η λήψη αποφάσεων, η δημιουργία νέων θεσμών, η προσαρμογή ή ακύρωση παλαιών και η θέσμιση γενικότερα από ένα δυσκίνητο και κυρίως πολυπληθές κοινό πολιτών, το οποίο περιλαμβάνει πολλά εκατομμύρια ανθρώπους ; Όλα τα παραπάνω δεδομένα σε συνδυασμό με πολλούς και διαφορετικούς ανθρωπολογικούς και ψυχολογικούς παράγοντες που καθιστούν την ατομική και συλλογική αυτονομία μια ουτοπική συνθήκη, είναι σε κάθε περίπτωση ανασταλτικοί παράγοντες και υψώνουν δυσθεώρητα εμπόδια στην εφαρμογή του πολιτεύματος, το οποίο όλοι το ποθούν και το επικαλούνται, όταν απουσιάζει ή δυσλειτουργεί και όλοι προσπαθούν να το αλλοιώσουν και να το υπονομεύσουν, όταν αντιλαμβάνονται τη δυναμική του ή προκαλεί ρωγμές στην εξουσία τους.

Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι ωστόσο, αν είναι εφικτή η εφαρμογή της Άμεσης Δημοκρατίας, με τον τρόπο που εφαρμόστηκε και την ισχύ που απέκτησε κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., αλλά το κατά πόσο αξίζει η προσπάθεια να αποκτηθεί η δημοκρατική συνείδηση των πολιτών, ξεκινώντας από τις απλές καθημερινές δραστηριότητες, από την απλή καθημερινή ρουτίνα της οικογενειακής, επαγγελματικής, συντροφικής, κοινωνικής ζωής. Και λέγοντας δημοκρατική συνείδηση εννοούμε τη βαθιά κατανόηση, εσωτερίκευση και ενεργή εφαρμογή των αρχών, των αξιών και της λειτουργίας της Δημοκρατίας από τους πολίτες. Δεν είναι απλώς η γνώση των κανόνων, αλλά η πεποίθηση στην αξία της συμμετοχής, του σεβασμού της διαφορετικότητας, της κριτικής σκέψης και της ευθύνης απέναντι στο κοινό καλό.

Στην εποχή μας η χώρα που εφαρμόζει ίσως με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μια μορφή άμεσης -ή καλύτερα ημι-άμεσης δημοκρατίας- είναι η Ελβετία. Διαθέτει ένα μοναδικό πολιτικό σύστημα, το οποίο συνδυάζει χαρακτηριστικά ομοσπονδιακής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με έντονα στοιχεία άμεσης δημοκρατίας, καθιστώντας το ένα από τα πιο ιδιαίτερα πολιτεύματα στον κόσμο. Η χώρα αποτελείται από 26 καντόνια, καθένα από τα οποία διαθέτει σημαντικό βαθμό αυτονομίας και δική του κυβέρνηση, σύνταγμα και κοινοβούλιο για τοπικά ζητήματα. Η Ελβετία φημίζεται για τα θεσμικά εργαλεία άμεσης δημοκρατίας που διαθέτει, όπως τα δημοψηφίσματα και οι λαϊκές πρωτοβουλίες, τα οποία δίνουν τη δυνατότητα στους πολίτες να εγκρίνουν ή να απορρίπτουν νόμους που ψηφίζει το κοινοβούλιο ή να προτείνουν αλλαγές στο σύνταγμα. Τα δημοψηφίσματα διεξάγονται τακτικά σε εθνικό, καντονιακό και τοπικό επίπεδο, και οι πολίτες μπορούν να ψηφίσουν ακόμη και μέσω ταχυδρομείου ή διαδικτύου, με αποτέλεσμα η συμμετοχή να είναι ιδιαίτερα φιλική προς τον πολίτη. Σε ορισμένα καντόνια, διατηρούνται ακόμη οι παραδοσιακές λαϊκές συνελεύσεις (Landsgemeinde), όπου οι πολίτες συγκεντρώνονται και ψηφίζουν δια ζώσης για σημαντικά ζητήματα.

Οι Ελβετοί πολίτες καλούνται να ψηφίζουν σε εθνικά, καντονικά και τοπικά θέματα περίπου τέσσερις φορές τον χρόνο. Κάθε φορά, μπορούν να κληθούν να ψηφίσουν για πολλά διαφορετικά ζητήματα, από συνταγματικές αλλαγές μέχρι συγκεκριμένους νόμους.

Τα βασικά εργαλεία της άμεσης δημοκρατίας είναι:

  1. Υποχρεωτικό Δημοψήφισμα (Mandatory Referendum):
    1. Είναι υποχρεωτικό για συγκεκριμένα σημαντικά ζητήματα, όπως:
      1. Οποιαδήποτε μερική ή ολική αναθεώρηση του Ομοσπονδιακού Συντάγματος.
      1. Η ένταξη της Ελβετίας σε συγκεκριμένους διεθνείς οργανισμούς.
      1. Κάποιες πράξεις του κοινοβουλίου που θεωρούνται κρίσιμες.
    1. Για να εγκριθεί ένα υποχρεωτικό δημοψήφισμα, απαιτείται διπλή πλειοψηφία:
      1. Πλειοψηφία των ψήφων σε εθνικό επίπεδο (πλειοψηφία των πολιτών).
      1. Πλειοψηφία των καντονιών (δηλαδή, οι περισσότερα από τα μισά καντόνια πρέπει να έχουν ψηφίσει υπέρ). Αυτό δίνει στα μικρότερα καντόνια μεγαλύτερη επιρροή.
  2. Προαιρετικό Δημοψήφισμα (Optional Referendum):

    1. Επιτρέπει στους πολίτες να αμφισβητήσουν έναν νόμο που έχει ήδη εγκριθεί από το κοινοβούλιο.
    1. Για να προκληθεί ένα προαιρετικό δημοψήφισμα, πρέπει να συγκεντρωθούν τουλάχιστον 50.000 υπογραφές πολιτών εντός 100 ημερών από τη δημοσίευση του νόμου.
    1. Εάν οι υπογραφές συγκεντρωθούν, ο νόμος τίθεται σε λαϊκή ψηφοφορία. Εάν η πλειοψηφία των ψηφοφόρων τον απορρίψει, ο νόμος δεν τίθεται σε ισχύ. Αυτό είναι ένα συχνά χρησιμοποιούμενο εργαλείο για τον έλεγχο των αποφάσεων του κοινοβουλίου.

3. Λαϊκή Πρωτοβουλία (Popular Initiative):

  • Δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να προτείνουν αλλαγές στο Ομοσπονδιακό Σύνταγμα.
    • Για να ξεκινήσει μια λαϊκή πρωτοβουλία, πρέπει να συγκεντρωθούν τουλάχιστον 100.000 υπογραφές εντός 18 μηνών.
    • Εάν οι υπογραφές επικυρωθούν, η πρόταση τίθεται σε λαϊκή ψηφοφορία.
    • Όπως και στα υποχρεωτικά δημοψηφίσματα, απαιτείται διπλή πλειοψηφία (πολιτών και καντονιών) για να εγκριθεί η συνταγματική αλλαγή.
    • Συχνά, το κοινοβούλιο μπορεί να υποβάλει μια αντιπρόταση στην πρωτοβουλία των πολιτών, δίνοντας στους ψηφοφόρους περισσότερες επιλογές.

Η Ελβετία έχει διενεργήσει εκατοντάδες δημοψηφίσματα στην ιστορία της. Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα περιλαμβάνουν:

  • Θέματα Μετανάστευσης: Συχνά διεξάγονται δημοψηφίσματα για ζητήματα που αφορούν τη μετανάστευση και την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Ένα πρόσφατο παράδειγμα (που αναφέρεται στις αναζητήσεις) είναι η συζήτηση για δημοψήφισμα σχετικά με τη διασφάλιση ότι ο πληθυσμός της χώρας δεν θα ξεπεράσει τα 10 εκατομμύρια άτομα.
  • Κοινωνικά ζητήματα: Δημοψηφίσματα έχουν γίνει για θέματα όπως η απαγόρευση του καπνίσματος, οι μισθοί των στελεχών, η δωρεά οργάνων, η κατασκευή μιναρέδων κ.λπ.
  • Οικονομικά ζητήματα: Οι πολίτες έχουν ψηφίσει για φορολογικά ζητήματα, κοινωνικές παροχές και άλλες οικονομικές πολιτικές.

Χαρακτηριστικά και οφέλη:

  • Συχνότητα: Οι Ελβετοί ψηφοφόροι καλούνται συχνά στις κάλπες, κάτι που διατηρεί ζωντανό το ενδιαφέρον τους για τα κοινά.
  • Εκπαιδευτικός χαρακτήρας: Η διαδικασία των δημοψηφισμάτων και των πρωτοβουλιών ενθαρρύνει τον δημόσιο διάλογο και την ενημέρωση των πολιτών για τα ζητήματα που τους απασχολούν.
  • Λογοδοσία: Αναγκάζει την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο να είναι πιο υπεύθυνα απέναντι στους πολίτες, καθώς οι αποφάσεις τους μπορούν να αμφισβητηθούν άμεσα.
  • Συναίνεση: Το σύστημα ενθαρρύνει τη συναίνεση και τους συμβιβασμούς, καθώς οι πολιτικές που δεν έχουν ευρεία αποδοχή είναι πιθανό να απορριφθούν σε δημοψήφισμα. (Πηγή για την Ελβετικό Πολίτευμα : perplexity.ai)

Πώς θα μπορούσε να εφαρμοστεί ένα ίδιο ή παρόμοιο πολιτειακό σύστημα και στην Ελλάδα ; Αφού η άμεση δημοκρατία, έτσι όπως εφραμόστηκε εντός του κλεινού άστεως των Αθηνών είναι μάλλον αδύνατη για λόγους χωροταξικούς και πληθυσμιακούς πρωτίστως, με ποιον τρόπο θα ήταν δυνατόν να εμφυτευθεί στους Έλληνες πολίτες η ιδέα της Δημοκρατίας με την πλατωνική διάσταση της λέξης ; Και γιατί ένα τέτοιο εγχείρημα είναι ζωτικής σημασίας στις μέρες μας ;

Τα ερωτήματα αυτά και άλλα παρεμφερή δεν είναι εύκολο να απαντηθούν, αλλά η προσπάθεια εύρεσης απαντήσεων θα πρέπει, νομίζω, να ξεκινήσει από τον πυρήνα της κοινωνικής ζωής, την οικογένεια, να επεκταθεί στο σχολείο και στον χώρο της εργασίας και εν συνεχεία να επεκταθεί σε όλους τους “χώρους” και τομείς της κοινωνικής ζωής. 
          Η δημοκρατία, για την ακρίβεια η δημοκρατική συνείδηση και η δημοκρατική πρακτική σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής, είναι αναμφίβολα συνδεδεμένη με την παιδεία του ατόμου και της κοινωνίας στο σύνολό της. Η εκπαίδευση των πολιτών στις δημοκρατικές διαδικασίες, δηλαδή στη συζήτηση ενός θέματος ή προβλήματος με όλους ανεξαιρέτως τους ενδιαφερόμενους, η εξέταση και ανάλυση των παραμέτρων του και η λήψη κατά πλειοψηφία μιας απόφασης που σχετίζεται με ανάληψη ή μη συγκεκριμένης δράσης που αφορά το θέμα ή το πρόβλημα που τίθεται, ξεκινά από την οικογένεια. Το άτομο πρέπει με πρωτοβουλία των γονέων ή των κηδεμόνων του να εκπαιδευτεί στη συμμετοχή όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων επί οικογενειακών θεμάτων. Από τη στιγμή που το παιδί αποκτά συνείδηση του ρόλου του μέσα στην οικογένεια και συνειδητοποιεί ότι αποτελεί μέλος ενός μικρού μεν, αλλά καθοριστικού για τη ζωή του συνόλου, θα πρέπει με ευθύνη των μεγαλύτερων σε ηλικία μελών του να συμμετέχει ενεργά και στον βαθμό που του αναλογεί και καθορίζεται από τη βιολογική και πνευματική ηλικία του, να συναποφασίζει με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας για όλα τα θέματα και τα προβλήματα που την αφορούν. Οι διατροφικές και καταναλωτικές συνήθειες των μελών της, η εκπαίδευση, η ψυχαγωγία, οι ελευθερίες που παραχωρούνται στα μέλη της, ο τρόπος εν γένει ζωής των μελών της, θα πρέπει να είναι αντικείμενο συζήτησης και κοινής απόφασης, ώστε οι αποφάσεις της οικογένειας να γίνονται αποδεκτές και σεβαστές από όλα τα μέλη της. Το παιδί μαθαίνει έτσι να σέβεται τους οικογενειακούς κανόνες που θεσπίζονται, γιατί έχει συμμετοχή στη διατύπωση και ευθύνη για την τήρησή τους. Δεν είναι κανόνες που του επιβάλλονται με τρόπο αυστηρό και εξαναγκαστικό, χωρίς αιτιολόγηση, παρά μόνον επειδή πηγάζουν από την αυθεντία των “μεγάλων” και την αυτοδίκαιη εξουσία των γονέων τους. Η συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων της οικογένειας δεσμεύει τα παιδιά στην τήρηση αυτών των αποφάσεων και εξασφαλίζει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό την εφαρμογή τους από το αν θα επιβάλλονταν με το έτσι θέλω και χωρίς καμία προηγούμενη συζήτηση.

Στο δεύτερο στάδιο κοινωνικοποίησης, στο σχολείο όλων των βαθμίδων, οι δημοκρατικές διαδικασίες είναι δυνατόν να καλλιεργηθούν και να εμπεδωθούν. Δυστυχώς ο θεσμός των Μαθητικών Κοινοτήτων που καθιερώθηκε το 1986, αν και οι πρώτες απόπειρες και εφαρμογές ξεκίνησαν ήδη από τη δεκαετία του 1920, με τον κανονισμό λειτουργίας που ισχύει μέχρι σήμερα, μολονότι ήταν ένας ριζοσπαστικός θεσμός, σταδιακά και σχετικά σύντομα υποβαθμίστηκε και απαξιώθηκε στη συνείδηση μαθητών και εκπαιδευτικών. Ο θεσμός των Μαθητικών Κοινοτήτων προσφέρει τη δυνατότητα στους μαθητές να συζητήσουν και να καταθέσουν τις προτάσεις τους για όλα τα προβλήματα του σχολείου τους, να διεκδικήσουν βελτίωση υλικοτεχνικών υποδομών, μεθόδων διδασκαλίας, διαχείρισης πόρων, να αμφισβητήσουν ποινές, να προτείνουν λύσεις και να αναλάβουν πρωτοβουλίες και δράσεις για σχολικά ζητήματα.

Ο ρόλος τους δεν περιορίζεται μόνο σε θέματα εκδρομών και διδακτικών επισκέψεων, όπως κατά κόρον συμβαίνει σήμερα, αλλά πρέπει να είναι ενεργός και συμμετοχικός στη σχολική ζωή με καίριες παρεμβάσεις. Οι Μαθητικές Κοινότητες οφείλουν να παρεμβαίνουν και να καταθέτουν προτάσεις, ακόμη και όταν δεν τους το ζητείται, πάντα στο πλαίσιο των θεσμικών αρμοδιοτήτων τους και με τρόπο που δεν διαταράσσει την ομαλή λειτουργία της σχολικής κοινότητας. Οι μαθητές οφείλουν να συμμετέχουν στις συνελεύσεις των κοινοτήτων των τάξεών τους, να συζητούν και να αποφασίζουν κατά πλειοψηφία και με απόλυτο σεβασμό στις αποφάσεις της συνέλευσης.

Σε ένα άλλο σχολείο από το καθιερωμένο στην Ελλάδα τις τελευταίες πολλές δεκαετίες, οι μαθητές ιδανικά θα μπορούσαν και θα έπρεπε -κατά τη γνώμη μου- να έχουν λόγο ακόμη και στη διαμόρφωση του αναλυτικού προγράμματος των σπουδών τους με προτάσεις για δράσεις και δραστηριότητες στο πλαίσιο μιας ευέλικτης ζώνης μαθημάτων. Θα μπορούσαν δηλαδή να συμβάλλουν στη βελτίωση της σχολικής ζωής με τις προτάσεις τους και ενδεχομένως την ψήφο τους, στο μετρο που τους αναλογεί, ώστε μέσα από τη συνδιαμόρφωση του προγράμματος να αυξηθεί το ενδιαφέρον και εν τέλει η παραγωγικότητα στο μαθησιακό και παιδαγωγικό αποτέλεσμα. 

Ειδικότερα το 15μελές Συμβούλιο του σχολείου οφείλει να αποτελεί το κεντρικό όργανο των μαθητικών παρεμβάσεων και να είναι ο βασικός δίαυλος επικοινωνίας με τον Σύλλογο Διδασκόντων και τη Διεύθυνση του σχολείου. Οι μαθητές θα εκπαιδευτούν έτσι στην ιδέα ότι η συλλογική δράση και η συμμετοχή στα κοινά του σχολείου τους είναι δυνατόν να βελτιώσουν τις παιδαγωγικές συνθήκες, να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με τους εκπαιδευτικούς και να κάνουν τη σχολική ζωή ευχάριστη και δημιουργική. 

Όλη αυτή η εμπειρία για ένα μεγάλο ποσοστό μαθητών θα μεταφερθεί και στο πανεπιστήμιο, τον κατεξοχήν χώρο των ιδεολογικών ζυμώσεων, της ελεύθερης ανταλλαγής απόψεων και της αυτόνομης δράσης. Τα φαινόμενα βίας και παρανομίας που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια και τα οποία δεν έχουν σχέση με την πλειονότητα της πανεπιστημιακής κοινότητας, μόνο ως συμπτώματα δημοκρατικού ελλείμματος μπορούν να εκληφθούν και ως στρεβλές εκφάνσεις της ελευθερίας που προϋποθέτει η δημοκρατική συνείδηση. Άλλωστε, η δημοκρατική συνείδηση αναφέρεται στην ενεργή κατανόηση, δέσμευση και εφαρμογή των αρχών και αξιών της δημοκρατίας από τους πολίτες. Δεν είναι απλά η γνώση του τι είναι η δημοκρατία, αλλά η εσωτερίκευση της ουσίας της και η προθυμία να την υπερασπιστείς και να συμμετέχεις σε αυτή. Πράξεις που περιορίζουν ή καταστρατηγούν την ελευθερία των άλλων δεν μπορούν να έχουν σχέση με την έννοια της δημοκρατίας. Το πανεπιστήμιο είναι ο χώρος, όπου οι φοιτητικοί σύλλογοι εκφράζουν τις απόψεις τους, συζητούν, ανταλλάσσουν γνώμες, διατυπώνουν τις προτάσεις τους, προτείνουν και προτάσσουν ιδέες, σε καθεστώς απόλυτης ελευθερίας, αλλά όχι ασυδοσίας. Γιατί η ελευθερία, όπως υποστήριζε ο Ιμμάνουελ Καντ (1724-1804), προϋποθέτει αυστηρούς κανόνες και δεν είναι μια αυθαίρετη επιλογή πράξεων και συμπεριφορών.

Και στον επαγγελματικό χώρο ; Θα μπορούσε να έχει εφαρμογή η δημοκρατία ; Θα ήταν δυνατή η άσκηση ενός επαγγέλματος με δημοκρατικές διαδικασίες από τη στιγμή που κυριαρχεί η σχέση από τη μια μεριά του αφεντικού, του ιδιοκτήτη, του επιχειρηματία, του προϊσταμένου και από την άλλη μεριά του εργάτη, του μισθωτού, του υπαλλήλου ; Είναι αυτονόητο ότι σε ένα καπιταλιστικό οικονομικό καθεστώς, όπου ο υπάλληλος ή ο εργάτης δεν έχει κανένα σχεδόν λόγο στην επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδιοκτήτη ή της εταιρείας, όπου ο εργαζόμενος απλώς εκτελεί τις αποφάσεις του εργοδότη του, τηρώντας ένα αυστηρό έστω πλαίσιο εργατικών συνθηκών και αμειβόμενος με βάση μια σύμβαση ή μια συμφωνία, η δημοκρατική συνείδηση έχει περιορισμένο ή ανύπαρκτο ρόλο. Οι εργατικές συνελεύσεις και οι αποφάσεις για το μέλλον μιας επιχείρησης είχαν δύναμη και ρόλο στα κομμουνιστικά καθεστώτα της πρώτης περιόδου εγκαθίδρυσής τους, όταν η επαναστατική πνοή των εργαζομένων σε συνδυασμό με την κολεκτιβοποίηση του χώρου εργασίας (εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 1929 από τον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης, Ιωσήφ Στάλιν), καθόριζαν τις συνθήκες και τον χρόνο εργασίας και τις αμοιβές. Δυστυχώς, η αναγκαστική εφαρμογή της οδηγούσε συνήθως σε πολύ οδυνηρά αποτελέσματα για τους εργαζόμενους, δηλαδή, λιμούς, διώξεις και εκτοπίσεις. Η ιδέα ωστόσο, της συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων που καθόριζαν τις συνθήκες και τους όρους της εργασίας τους ήταν μια μορφή εφαρμογής δημοκρατικών διαδικασιών.

Στον σύγχρονο βέβαια καπιταλιστικό κόσμο, η δημοκρατική συμμετοχή των εγαζομένων στη λήψη αποφάσεων ή στην επιλογή στρατηγικών στόχων είναι αδιανόητη. Οι εργαζόμενοι είναι τα εκτελεστικά όργανα των επιχειρηματικών συμφερόντων και οι δημοκρατικές διαδικασίες παρατηρούνται μόνο στις συνελεύσεις των εργατικών συνδικάτων. Εκεί οι οι εργαζόμενοι καλούνται σε τακτά διαστήματα και αναλόγως των προκλήσεων ή των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν να συναποφασίσουν με δημοκρατικές διαδικασίες για την προστασία και τη διεύρυνση των δικαιωμάτων τους, τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους, την αύξηση των αμοιβών τους.

Κι ενώ θα περίμενε κανείς εύλογα σε μια περίοδο κατά την οποία τα δικαιώματα των εργαζομένων και οι αμοιβές τους συρρικνώνονται σε όλο σχεδόν τον κόσμο, οι εργαζόμενοι να αντιδρούν πρωτίστως μέσω των συνελεύσεων, παρατηρείται μια συνεχώς αυξανόμενη αδιαφορία και αδράνεια. Οι δημοκρατικές διαδικασίες απαξιώνονται και οι εργατικές συνελεύσεις χαρακτηρίζονται από πολύ μικρή συμμετοχή. Η απογοήτευση, η διάψευση των προσδοκιών, η εκτεταμένη μοιρολατρία για έναν κόσμο που φαίνεται να πορεύεται χωρίς τη δυνατότητα ριζοσπαστικών αλλαγών από “κάτω”, είναι αναμφισβήτητα παράγοντες που γεννούν την απάθεια και την αδιαφορία. Σε κάθε περίπτωση όμως, το έλλειμμα της δημοκρατικής συνείδησης παίζει τον δικό του, καθοριστικό ρόλο. Οι εργαζόμενοι της σύγχρονης εποχής φαίνεται να μην εμπιστεύονται τις δυνατότητες και τις λύσεις που μπορούν να προσφέρουν οι δημοκρατικές διαδικασίες, φαίνεται πως έχουν χάσει την πίστη τους στη δύναμη της δημοκρατίας. Οι νέοι μάλιστα εργαζόμενοι, οι οποίοι μεγαλώνουν σε ένα οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον, που λόγω των εγγενών συνθηκών και παθογενειών δεν καλλιεργεί τη δημοκρατική συνείδηση, μεταφέρουν στον χώρο εργασίας τους το δημοκρατικό έλλειμμα, το οποίο έχουν αποκτήσει τα χρόνια πριν την ενηλικίωσή τους.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν χώροι εργασίας, όπου εργάζονται πολλοί άνθρωποι μαζί, στους οποίους υπάρχουν έστω και αμυδρά περιθώρια ανάπτυξης δημοκρατικών πρωτοβουλιών και δημοκρατικών διεκδικήσεων. Τέτοια παραδείγματα είναι οι σύλλογοι των εκπαιδευτικών σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης, το νοσηλευτικό προσωπικό στα νοσοκομεία, οι υπάλληλοι σε δήμους, οι εργαζόμενοι σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και αλλού. Και βέβαια, όλοι οι επαγγελματικοί χώροι διατηρούν ακόμη συνδικαλιστικά όργανα και σωματεία με αρχαιρεσίες και διοικητικά όργανα, τα οποία προωθούν τα συλλογικά συμφέροντα των εργαζομένων τους, παρά τη μικρή σχετικά συμμετοχή στις συνελεύσεις τους. Αποτελούν ωστόσο, τη μοναδική θεσπισμένη ασπίδα εναντίον των συμφερόντων τους και ο μοναδικός τρόπος μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες να καθοριστεί το πλαίσιο των διεκδικήσεων και των αιτημάτων τους για καλύτερες συνθήκες εργασίας και καλύτερες αμοιβές.

Ο “χώρος” όμως, στον οποίο η δημοκρατική συνείδηση θα μπορούσε να βρει την προνομιακή του εφαρμογή είναι ασφαλώς ο ευρύς κοινωνικός χώρος. Υπάρχουν αμέτρητες περιστάσεις, στις οποίες η δημοκρατία θα ήταν δυνατόν να αποτελέσει το όχημα επίλυσης προβλημάτων και εφαρμογής λύσεων αποδεκτών από την πλειοψηφία των πολιτών, καθώς η αρχή της πλειοψηφίας είναι μια απαράβατη προϋπόθεση, ώστε η δημοκρατία να έχει εφαρμόσιμα αποτελέσματα και να οδηγεί σε εφαρμόσιμες πρακτικές. Εκκινώντας από το στενό περιβάλλον κατοικίας, τη γειτονιά, την πολυκατοικία ή το κτηριακό συγκρότημα και φτάνοντας ως τον δήμο και την χώρα που απλώνεται σε μια ορισμένη εδαφική επικράτεια, η δημοκρατία είναι δυνατόν και πρέπει να εφαρμόζεται, για να προσφέρει λύσεις σε όλα τα πολυποίκιλα και σύνθετα κοινωνικά προβλήματα.

Ας υποθέσουμε λοιπόν, ότι η πολυκατοικία στην οποία είναι εγκατεστημένο το διαμέρισμα κατοικίας μας αντιμετωπίζει ένα ενεργειακό, για παράδειγμα, πρόβλημα ή ένα πρόβλημα στεγάνωσης. Τι θα μπορούσε να αποτελέσει την καλύτερη δυνατή λύση των προβλημάτων αυτών από τη συνέλευση των ενοίκων ; Το κόστος επισκευής και αποκατάστασης, τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν, ο χρόνος επισκευής και ό,τι άλλο είναι απαραίτητο, αν υπάρχει συνεννόηση και σύμπραξη όλων των ενοίκων είναι δυνατόν να επιλεγούν, χωρίς προστριβές και διαφωνίες. Το αποτέλεσμα σε αυτή την περίπτωση θα είναι αποδεκτό από όλους, ακόμη και από τους διαφωνούντες, γιατί θα έχουν ενημερωθεί, θα έχουν καταθέσει τις δικές τους προτάσεις και θα έχουν αποδεχτεί -όπως οφείλουν- την απόφαση της πλειοψηφίας.

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, της γειτονιάς, οι κάτοικοι έπειτα από μια συνέλευση μπορούν να ζητήσουν από τον δήμο της περιοχής τους καλύτερη φωταγώγηση των δρόμων, καλύτερη υδροδότηση και χώρους αναψυχής ή παιδική χαρά. Σε ένα ακόμη ευρύτερο πλαίσιο οι δημότες μπορούν να συγκαλούνται και να συνεδριάζουν σε ένα δημοτικό αμφιθέατρο από τα πολλά που υπάρχουν, σε ένα πάρκο ή σε μια πλατεία, ακόμη και σε ένα δημοτικό πνευματικό ή πολιτιστικό κέντρο. Σε αυτές τις συνελεύσεις οι δημότες θα είχαν το δικαίωμα να εκφράσουν ελεύθερα τη γνώμη τους για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο δήμος τους και να καταθέσουν προτάσεις για την επίλυσή τους. Σε μια τέτοια περίπτωση θα αποφεύγονταν οι συγκρούσεις, οι κατηγορίες για διασπάθιση χρήματος ή κακοδιαχείριση. Αν για παράδειγμα, οι Θεσσαλονικείς γνώριζαν όλες τις οικονομικές, κυκλοφοριακές και περιβαλλοντικές παραμέτρους κατασκευής του υπερυψωμένου περιφερειακού δρόμου ταχείας κυκλοφορίας (Flyover), οι αντιδράσεις των πολιτών θα ήταν λιγότερες και το σημαντικότερο, το έργο θα είχε ακυρωθεί ως αχρείαστο ή επικίνδυνο για το περιβάλλον ή αντιθέτως, θα είχε επικυρωθεί από την έγκριση των πολιτών, με αποτέλεσμα να προχωρήσει η κατασκευή απρόσκοπτα. Το δημοκρατικό έλλειμμα όμως, έχει επιφέρει καχυποψία, διαμαρτυρίες, ασφαλιστικά μέτρα εναντίον της κατασκευής του, αιτήσεις για την ακύρωσή του και πολλά κυκλοφοριακά  και περιβαλλοντικά προβλήματα ως αποτέλεσμα του πρόχειρου σχεδιασμού του και της προβληματικής υλοποίησής του.

Εν κατακλείδι, όταν τόσο σημαντικά έργα που αλλάζουν τη φυσιογνωμία της πόλης και επηρεάζουν τόσο δραστικά τη ζωή των κατοίκων δεν έχουν την έγκριση και την υποστήριξη των πολιτών, είναι φυσιολογικό να γίνονται αντικείμενο έριδας, διαμάχης και προστριβών. Αντίθετα, μέσα από τον δημοκρατικό διάλογο και τη συμμετοχή των πολιτών στην επικύρωση αυτών των έργων, τα προβλήματα υλοποίησής τους περιορίζονται ή εκμηδενίζονται. Δεν είναι δυνατόν με άλλα λόγια τέτοια έργα πνοής με τεράστιο οικονομικό και περιβαλλοντικό κόστος να είναι απόφαση μιας μικρής πλειοψηφικής ομάδας σε ένα υπουργικό ή δημοτικό συμβούλιο. Δεν είναι δυνατόν να αποφασίζεται η εκτέλεσή τους στο όνομα του κοινού συμφέροντος και οφέλους, όταν οι πολίτες δεν έχουν καν ενημερωθεί για το ποιο ακριβώς είναι το συμφέρον και το όφελός τους. 

Τα παραδείγματα εφαρμογής της δημοκρατικής συνείδησης των πολιτών θα μπορούσαν να είναι αμέτρητα. Το ζητούμενο είναι να καταδειχθεί η ανάγκη ενίσχυσης του δημοκρατικού φρονήματος των πολιτών μέσα από τη συμμετοχική δράση και τη συνδιαμόρφωση των θεσμών που καθορίζουν και επηρεάζουν τη ζωή του μακροπρόθεσμα, αλλά και βραχυπρόθεσμα, στην καθημερινότητά του. Το παράδειγμα της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας, όπου οι πολίτες αποφάσιζαν για όλα τα θέματα που τους απασχολούσαν από τα πιο ασήμαντα στα πιο σημαντικά, θα μπορούσε να βρεθεί τρόπος να γίνει πράξη και στη σύγχρονη εποχή. Όπως προαναφέρθηκε, η περίπτωση του Ελβετικού πολιτεύματος είναι ένα παράδειγμα. Μόνο η άμεση, η αδιαμεσολάβητη δημοκρατία, είναι αληθινή Δημοκρατία. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξει πλήρως η δομή και η σύνθεση του Κοινοβουλίου ή να χάσουν αρμοδιότητες και εξουσίες οι βουλευτές και οι υπουργοί. Εκείνο που πρέπει να γίνει είναι η συνταγματική αναθεώρηση, ώστε οι σημαντικές αποφάσεις που αφορούν τη χώρα να μην είναι στην προνομιακή ευχέρεια μόνο των βουλευτών και των μελών της κυβέρνησης, αλλά να απαιτείται και η λαϊκή έγκριση. Η εμπειρία των εκλογικών αναμετρήσεων των πολιτικών κομμάτων έχει δείξει ότι τα προεκλογικά προγράμματά τους είναι ρευστά και σε μεγάλο βαθμό -όπως είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο- επηρεάζονται και καθορίζονται από τις διεθνείς ή διμερείς οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις, ιδιαίτερα σήμερα, σε μια εποχή παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Είναι συνεπώς αναμενόμενο πολύ σημαντικές αποφάσεις να λαμβάνονται ή να αλλάζουν υπό το βάρος και την πίεση αστάθμητων παραγόντων και απρόβλεπτων γεγονότων, οπότε ο λαός θα πρέπει να είναι πλήρως ενημερωμένος και με το δικαίωμα να παρεμβαίνει και να συμμετέχει στη λήψη τέτοιων σοβαρών αποφάσεων. Όταν, για παράδειγμα, προέκυψε το ζήτημα της ένταξης της Ελβετίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι πολίτες της με δημοψήφισμα την απέρριψαν. Στη χώρα μας ουδέποτε ζητήθηκε η γνώμη των πολιτών για ένα τόσο σοβαρό θέμα, ενώ ακόμη και η ένταξη στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με όλες τις μετέπειτα οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις αποτέλεσε απόφαση μιας αυτοδύναμης κοινοβουλευτικά κυβέρνησης, η οποία είχε μέν εκλεγεί βάσει του εκλογικού πλειοψηφικού συστήματος, αλλά δεν είχε τη στήριξη της πλειοψηφίας του συνόλου των πολιτών, δηλαδή ένα ποσοστό 51% του εκλογικού σώματος, ώστε να νομιμοποιηθεί ηθικά οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία δέσμευε το μέλλον της χώρας.

Τα παραδείγματα σημαντικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να αποτελούν αντικείμενο συμμετοχικής απόφασης από τους κυβερνώντες και τους πολίτες είναι πολλά και καλύπτουν όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Η συμμετοχή ή όχι σε περιφερειακούς πολέμους, οι συμμαχίες με χώρες που διεξάγουν πολέμους, οι ελεύθερες οικονομικές ζώνες, τα μεγάλα οδικά έργα, τα δικαιώματα των όμόφυλων ζευγαριών, η ευθανασία, η αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος, η κατοχύρωση της δημόσιας υγείας, το μεταναστευτικό πρόβλημα, η σχέση Εκκλησίας- Κράτους, είναι μερικά από τα ζητήματα που θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι αντικείμενο δημοψηφισματικής απόφασης. Θα έπρεπε, κατά την άποψή μου, πριν από οποιαδήποτε σημαντική απόφαση που αφορά το παρόν και το μέλλον της χώρας, οι πολίτες να μπορούν με κάποιον τρόπο (ποιος θα είναι αυτός είναι τεχνικό ζήτημα) να συναποφασίζουν και να συνδιαμορφώνουν την πολιτική της χώρας, όχι απλώς με την ψήφο τους κάθε τέσσερα περίπου χρόνια, αλλά σε τακτά διαστήματα και κάθε φορά που η χώρα πρέπει να λάβει σοβαρές αποφάσεις για σημαντικά ζητήματα. 

Η αληθινή δημοκρατία είναι μόνο η άμεση  ή έστω η ημι-άμεση δημοκρατία. Μόνο αυτή εξασφαλίζει την ατομική και κοινωνική Αυτονομία, μόνο αυτή εξασφαλίζει την αποδοχή των θεσμών, των ήδη θεσμισμένων και εκείνων που είναι υπό διαμόρφωση. Η διαχρονική και διακοινωνική μελέτη έχει αποδείξει ότι θεσμοί που διαμορφώθηκαν από το Συλλογικό Φαντασιακό και καθιερώθηκαν στο συλλογικό υποσυνείδητο χωρίς εξωτερικό και κυρίως βίαιο εξαναγκασμό ήταν εκείνοι που τελικά άντεξαν στον χρόνο και καθόρισαν τα χαρακτηριστικά των ανθρώπινων κοινωνιών. Όταν απεναντίας έγινε προσπάθεια να εμφυτευθούν διά της βίας κοινωνικοί, θρησκευτικοί, πολιτικοί και πολιτειακοί, εκπαιδευτικοί θεσμοί, είτε απέτυχαν, είτε προκάλεσαν κοινωνικά προβλήματα, αντιδράσεις και οδήγησαν σε αναταραχές, ενίοτε και σε επαναστάσεις.

Ο θεσμός της Δημοκρατίας, όταν επιχειρήθηκε για παράδειγμα να μπολιαστεί με τη βία σε ανατολικές αραβικές κοινωνίες, οι οποίες είχαν εθιστεί σε άλλη κοινωνική οργάνωση με το πέρασμα των αιώνων, κατέληξε ένα γελοίο κατασκεύασμα με οδυνηρά αποτελέσματα για τους κατοίκους των χωρών αυτών. Αναφέρομαι στη βίαιη, μέσω του πολέμου, εκδημοκρατισμού χωρών, όπως του Ιράκ και του Αφγανιστάν, για να σταθώ μόνο σε δύο πρόσφατα σχετικά παραδείγματα της σύγχρονης ιστορίας.

Και παλαιότερα, μετά το πέρας της Ελληνικής Επανάστασης και την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους το 1830, αντί να εφαρμοστεί μεταξύ άλλων στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος ο παραδοσιακός θεσμός των Κοινοτήτων για την οικονομική και κοινωνική οργάνωση, επιλέχτηκε η “βίαιη”  εισαγωγή ενός συστήματος διακυβέρνησης και οργάνωσης του κράτους από τη δυτικότροπη Βαυαρία, που χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες, πολλές κοινωνικές εντάσεις, καταστολή και επαναστάσεις, μέχρις ότου αφομοιωθούν και μετασχηματίσουν την ελληνική κοινωνία σε δυτικότροπη από αμιγώς ανατολίτικη εξαιτίας και της μακρόχρονης οθωμανικής κυριαρχίας. Μάλιστα, πολλοί οπλαρχηγοί της Επανάστασης απογοητευμένοι και διωγμένοι από τις εξελίξεις, κατέφυγαν στη ληστεία και στην πειρατεία. Αφού πρώτα είχαν πουλήσει τις περιουσίες τους και άφησαν τη γη τους και τα κτήματά τους, για να υπηρετήσουν τον Αγώνα, έπειτα αντιμετωπίστηκαν από το νέο καθεστώς ως παρακατιανοί και παρίες, με αποτέλεσμα να έχουν πρόβλημα επιβίωσης. Αντί να ενταχθούν στον ελληνικό στρατό, στα σώματα ασφαλείας και στη διοίκηση του Κράτους, σε τομείς δηλαδή στους οποίους διέθεταν εμπειρία και γνώση, αποκηρύχτηκαν και στην ουσία θεωρήθηκαν παρείσακτοι.

Η Δημοκρατία είναι το πολιτειακό καθεστώς του αυτοπεριορισμού. Δημοκρατία δεν σημαίνει ασυδοσία, σημαίνει ατομική και συλλογική ελευθερία. Σημαίνει : έχω την επιλογή να κάνω κάτι, να πράξω και το πράττω εν γνώσει μου. Σημαίνει ότι έχω την επιλογή να μην κάνω κάτι και δεν το κάνω εν γνώσει μου. Παράλληλα, έχω τη συνείδηση ότι ανήκω σε ένα κοινωνικό σύνολο, ότι έχω ένα συλλογικό υποσυνείδητο που με υποχρεώνει να πράττω πάντα με σεβασμό απέναντί του και όχι μόνο απέναντι στον εαυτό μου. Η Δημοκρατία με υποχρεώνει να σέβομαι το σύνολο στο οποίο ανήκω και να πράττω πάντα με γνώμονα το συμφέρον του. Οι νόμοι και οι θεσμοί του συνόλου είναι προϊόν του “Ριζικού Φαντασιακού”, όπως υποστήριζε ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997) στο μνημειώδες έργο του “Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας”. Το φαντασιακό αυτό είναι η μήτρα των νόμων και των θεσμών που το συλλογικό συνειδητό της κοινωνίας αποφασίζει ότι επιθυμεί να ορίσει και να καθορίσει τον τρόπο ζωής του, να παραγάγει εκείνους τους κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και τις σχέσεις της δικής του πολιτικής κοινωνίας με τις άλλες πολιτικές κοινωνίες.

Το Ριζικό Φαντασιακό όμως, για να λειτουργήσει χρειάζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση την Αυτονομία. Την αναγκαία συνθήκη, η οποία επιτρέπει την ελεύθερη έκφραση της φαντασίας με γνώμονα το κοινό συμφέρον. Γιατί αυτονομία σημαίνει ότι ως άνθρωπος και ως μέλος του συνόλου μπορώ και θέλω να επιλέγω ανά πάσα στιγμή τους κανόνες, τους νόμους και τους θεσμούς, με τους οποίους επιθυμώ να ρυθμίσω τη ζωή μου, χωρίς την επιβολή καμιάς εξωτερικής επέμβασης, χωρίς καμιάς μορφής ετερονομίας. Η δημοκρατία άλλωστε, στην πρωταρχική της μορφή και κυρίως στην κορύφωση της εξέλιξής της κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. σε αυτό ακριβώς διαφέρει από τα υπόλοιπα ετερόνομα καθεστώτα : δεν στηρίζει τις αποφάσεις των πολιτών μιας πόλης- κράτους στις εντολές ενός θεού, μιας κάστας ιερέων, ενός βασιλιά, ενός αυτοκράτορα. Η δημοκρατία δεν βασίζεται στην εξωτερική θέσμιση, αλλά αναλαμβάνει ως μια εγγενή διεργασία τη θέσμιση των δομών, των νόμων και των κανόνων που διέπουν μια κοινωνία. Οι ίδιοι οι πολίτες, αυτονομούνται (νέμονται : θεσπίζουν οι ίδιοι τους νόμους τους), αυτορυθμίζονται και αυτοδιοικούνται με απόλυτο σεβασμό στις αποφάσεις της πλειοψηφίας, γιατί αναγνωρίζουν σε κάθε απόφαση, σε κάθε ψηφισμένο νόμο και θεσμό ένα σπέρμα της δικής τους θέλησης και συνεπώς είναι πεπεισμένοι ότι θα ήταν παράδοξο και αντιφατικό να αντιμάχεται κανείς τις επιθυμίες του, όπως συμβαίνει σε ετερόνομες καταστάσεις για παράδειγμα μιας θρησκείας.

Η Αυτονομία ως συνειδητή επιλογή εργαλειακής θέσμισης κανόνων, νόμων και θεσμών, θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να είναι ένα από τα πρώτα και βασικά αντικείμενα διδασκαλίας ήδη από την πρώιμη παιδική ηλικία. Αν το άτομο διδασκόταν και εκπαιδευόταν από πολύ μικρή ηλικία στην αυτόνομη δράση, θα απαιτούσε ενδεχομένως διά βίου την αυτονομία σε κάθε φάση και έκφραση της μετέπειτα ενήλικης ζωής του. Γιατί, η αυτονομία είναι η έννοια που δηλώνει το δικαίωμα ή την ικανότητα ενός ατόμου ή μιας ομάδας να αυτοκαθορίζεται, να λαμβάνει αποφάσεις και να ρυθμίζει τις υποθέσεις του χωρίς εξωτερική επιρροή ή καταναγκασμό. Θα είχε ως μόνιμο χαρακτηριστικό την ικανότητα να παίρνει αποφάσεις βασισμένες στη δική του κρίση και θέληση, χωρίς να καθοδηγείται από εξωτερικές αυθεντίες ή νόμους.

Η Αυτονομία απαιτεί από το άτομο να ασκεί αυτοέλεγχο και να περιορίζει τις επιθυμίες ή τις παρορμήσεις του, ώστε να ενεργεί σύμφωνα με τις δικές του συνειδητές αξίες και αρχές. Αυτός ο αυτοπεριορισμός είναι μια μορφή εσωτερικής πειθαρχίας που επιτρέπει την αυθεντική αυτοκαθοδήγηση και αποτρέπει τη δράση βάσει στιγμιαίων ή εξωτερικών πιέσεων. Η αυτονομία δεν είναι ασύμβατη με την κοινωνική ζωή· αντίθετα, η αυθεντική αυτονομία αναγνωρίζει και ενσωματώνει την ευθύνη απέναντι στους άλλους. Το αυτόνομο άτομο συνειδητοποιεί ότι οι επιλογές του επηρεάζουν το κοινωνικό σύνολο και, συνεπώς, λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες των πράξεών του για τους άλλους, ενεργώντας με σεβασμό και υπευθυνότητα.Έτσι, η αυτονομία περιλαμβάνει έναν ισορροπημένο συνδυασμό εσωτερικού αυτοπεριορισμού και εξωτερικής κοινωνικής ευθύνης, όπου το άτομο ελέγχει τον εαυτό του και ταυτόχρονα αναλαμβάνει τις συνέπειες της δράσης του μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο. Αυτή η σύνδεση καθιστά την αυτονομία μια ηθική και κοινωνική αρετή, που προάγει την αρμονική συμβίωση και την προσωπική ελευθερία με υπευθυνότητα.

Αν λοιπόν, το άτομο από μικρή ηλικία εθιζόταν να αποφασίζει αυτόνομα και συνεπώς δημοκρατικά για όλες τα σημαντικά θέματα της ζωής του, θα είχε αποκτήσει την απαιτούμενη αυτοπειθαρχία να σέβεται και να τηρεί τους νόμους και τους θεσμούς, γιατί θα γνώριζε ότι έχει συμβάλει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό στη γένεση και στη διαμόρφωσή τους. Το παιδί θα υπάκουε στους οικογενειακόυς κανόνες, ο μαθητής θα υπάκουε και θα συνδιαμόρφωνε τους σχολικούς κανόνες, ο πολίτης θα συνδιαμόρωνε και θα υπάκουε στους νόμους και θα σεβόταν τους θεσμούς, γιατί θα ήταν πεπεισμένος ότι είναι προϊόν και της δικής του συμμετοχής και βούλησης. Θα ένιωθε την υποχρέωση να συμμετάσχει στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και δημιουργίας νόμων και θεσμών που, γιατί θα συνειδητοποιούσε ότι ο ρόλος του ελεύθερου πολίτη είναι να συνδιαμορφώνει τους όρους της ζωή του, ατομικής και συλλογικής. Θα αποκτούσε τη δημοκρατική συνείδηση που θα τον “υποχρέωνε” από εσωτερικό σεβασμό να εκτελεί το καθήκον του απέναντι στον εαυτό του και στην κοινωνία του ως μια φυσική διεργασία και όχι ως μια ξένη προς τον ίδιο διαδικασία.

Στόχος κάθε κοινωνίας είναι η συλλογική ευδαιμονία, η οποία θα επέλθει μέσω της αυτάρκειας, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.). Η απόκτηση της ατομικής αρχικά και στη συνέχεια της συλλογικής δημοκρατικής συνείδησης είναι απαραίτητη προϋπόθεση της κοινωνικής ευδαιμονίας, διότι το ριζικό φαντασιακό θα θεσμίσει τους νόμους και τους θεσμούς που θεωρεί ότι θα την οδηγήσουν στην ευδαιμονία. Ο θεσμός της θρησκείας, για παράδειγμα, τι άλλο είναι εκτός από την προσπάθεια του ανθρώπου να αποφύγει την τιμωρία για τα ηθικά του παραπτώματα και να κερδίσει τη μεταθανάτια ζωή ; Ο θεσμός της δικαιοσύνης, τι άλλο είναι από την προσδοκία εξασφάλισης μιας στοιχειώδους απόδοσης δικαιοσύνης με βάση τη διαμορφωμένη και συνεχώς διαμορφούμενη έννοια του δικαίου μέσα σε μια κοινωνία έλλογων όντων ; Ο τρόπος λατρείας του υπέρτατου όντος και τα μέσα απόδοσης της δικαιοσύνης, που θα του εξασφαλίσουν αυτές τις προσδοκίες είναι προϊόν της φαντασιακής του ικανότητας, της φυσικής ροπής του να φαντάζεται κανόνες, νόμους, θεσμούς και εν τέλει τρόπο ζωής, οι οποίοι ανεξαρτήτως του εάν ποτέ πάρουν την πρωταρχική μορφή που είχαν στην παράσταση της φαντασίας του, ανεξαρτήτως του εάν ποτέ υλοποιηθούν, αποκτήσουν δηλαδή περιεχόμενο, αποτελούν αναμφισβήτητα και ιστορικά αποδεδειγμένα την κινητήρια δύναμη και την απαιτούμενη ώθηση προς τον απώτερο σκοπό : τη συλλογική (κοινωνική) ευδαιμονία. Για αυτό άλλωστε, υπάρχουν αμέτρητες θρησκείες και πολλά συστήματα απονομής δικαιοσύνης, όλες και όλα προσαρμοσμένα στη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, θα έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Με άλλα λόγια όλοι οι θεσμοί είναι προϊόντα του ριζικού φαντασιακού που σκοπό έχει την επινόηση των καλύτερων δυνατών νόμων και θεσμών για την ευδαιμονία της κοινωνίας. 

Η αθηναϊκή Δημοκρατία δεν είναι ένα πρότυπο, το οποίο αν υπήρχε τρόπος να το αντιγράψουμε και να το εφαρμόσουμε με απόλυτη ακρίβεια, θα λύναμε όλα τα προβλήματα δημοκρατίας που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο και πιθανόν και άσκοπο με δεδομένο ότι οι συνθήκες οι κοινωνικές, οι πολιτικές είναι πολύ διαφορετικές και ο κόσμος της εποχής μας πολύ διαφορετικά δομημένος και εξελισσόμενος. Ωστόσο, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα γόνιμο παράδειγμα για τη διαχρονική αυτονομία που οφείλει κάθε ευσυνείδητος πολίτης και κάθε ευνομούμενη και εύρυθμη κοινωνία να καλλιεργεί και να υπηρετεί στο πλαίσιο της απαραίτητης δημοκρατικής συνείδησης, η οποία πρέπει να καλλιεργείται από την παιδική ακόμη ηλικία. Οι προσπάθειες που γίνονται στον σύγχρονο κόσμο για την υιοθέτηση της Άμεσης Δημοκρατίας ως του πολιτεύματος εκείνου που συνάδει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της εποχής μας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση της Ελβετίας, αποδεικνύουν ότι αν υπάρχει οριοθετημένος στόχος, μπορούν να υπάρξουν και οι ώριμες συνθήκες της επίτευξής του. Έτσι και αλλιώς ο κόσμος μας σε παγκόσμιο επίπεδο κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση και τείνει να υποβαθμίζει τη δημοκρατία ή έστω να αποδέχεται την άποψη ότι η δημοκρατία δεν είναι δυνατόν να λύσει τα ποικίλα και σύνθετα προβλήματά του, και αυτή η αποδοχή τον οδηγεί στην αδράνεια και στην απάθεια μπροστά στις σύγχρονες προκλήσεις.

Το ζήτημα συνεπώς, δεν είναι αν μπορεί απλώς να εφαρμοστεί ένα πολιτειακό σύτημα Άμεσης Δημοκρατίας σήμερα, αλλά αν μπορέσουμε επιτέλους να εγκαθιδρύσουμε ένα πολιτειακό σύστημα που θα καλλιεργεί τη δημοκρατική συνείδηση, ώστε να κατανοήσουμε πόσο απαραίτητη και ζωτικής σημασίας είναι να θεσμίζουμε αυτόνομα τους νόμους και τους θεσμούς της κοινωνίας μας. Πόσο σημαντικό είναι να γαλουχείται ο αυριανός πολίτης από την πρώιμη παιδική του ηλικία ως τα βαθιά γεράματά του στη δημοκρατική συνείδηση. Ξεκινώντας από τη συμμετοχή του σε οικογενειακές αποφάσεις, συνεχίζοντας στο σχολείο με τις παρεμβάσεις του και τις συμμετοχή του στον προγραμματισμό της λειτουργίας του και αργότερα με τη μόνιμη και σταθερή συμμετοχή του όχι μόνο στις εκλογικές διαδικασίες, αλλά και με τη συμμετοχή του- όπου και όποτε είναι δυνατό και επιτρεπτό στη λήψη αποφάσεων. Η αδιάκοπη διεύρυνση άλλωστε, των τομέων στους οποίους οι δημοκρατικές πρακτικές είναι δυνατόν και πρέπει να εφαρμοστούν, θα πρέπει να αποτελούν μόνιμο ζητούμενο και ευθύνη των εκάστοτε κυβερνώντων και ασκούντων την εξουσία, είτε αυτοί είναι γονείς και δάσκαλοι, είτε είναι τοπικοί άρχοντες ή πολιτικοί, πολιτειακοί και κοινωνικοί φορείς. Αυτοί πρωτίστως θα εθίσουν τους πολίτες στη δημοκρατική συνείδηση και πρακτική. Με άλλα λόγια, παραφράζοντας την άποψη του Καντ ότι εκείνο που έχει μεγαλύτερη αξία από την ευτυχία την ίδια  είναι να γίνουμε άξιοι της ευτυχίας, θα λέγαμε ότι εκείνο που έχει μεγαλύτερη αξία από την ίδια τη δημοκρατία είναι να γίνουμε άξιοι της Δημοκρατίας…

Ιούνιος 2025 (30/6/2025)

Happy
Happy
0 %
Sad
Sad
0 %
Excited
Excited
0 %
Sleepy
Sleepy
0 %
Angry
Angry
0 %
Surprise
Surprise
0 %

Average Rating

5 Star
0%
4 Star
0%
3 Star
0%
2 Star
0%
1 Star
0%

Αφήστε μια απάντηση