• 19 Απριλίου 2024 10:00

Πλάτωνος, Γοργίας, 483 b – d

Bystratilio

Δεκ 21, 2020

Ἀλλ᾿ οἶμαι οἱ τιθέμενοι τοὺς νόμους οἱ ἀσθενεῖς ἄνθρωποί εἰσιν καὶ οἱ πολλοί. Πρὸς αὑτοὺς οὖν καὶ τὸ αὑτοῖς συμφέρον τούς τε νόμους τίθενται καὶ τοὺς ἐπαίνους ἐπαινοῦσιν καὶ τοὺς ψόγους ψέγουσιν· ἐκφοβοῦντες τοὺς ἐρρωμενεστέρους τῶν ἀνθρώπων καὶ δυνατοὺς ὄντας πλέον ἔχειν, ἵνα μὴ αὐτῶν πλέον ἔχωσιν, λέγουσιν ὡς αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῖν, καὶ τοῦτό ἐστιν τὸ ἀδικεῖν, τὸ πλέον τῶν ἄλλων ζητεῖν ἔχειν· ἀγαπῶσι γὰρ οἶμαι αὐτοὶ ἂν τὸ ἴσον ἔχωσιν φαυλότεροι ὄντες. Διὰ ταῦτα δὴ νόμῳ μὲν τοῦτο ἄδικον καὶ αἰσχρὸν λέγεται, τὸ πλέον ζητεῖν ἔχειν τῶν πολλῶν, καὶ ἀδικεῖν αὐτὸ καλοῦσιν· ἡ δέ γε οἶμαι φύσις αὐτὴ ἀποφαίνει αὐτό, ὅτι δίκαιόν ἐστιν τὸν ἀμείνω τοῦ χείρονος πλέον ἔχειν καὶ τὸν δυνατώτερον τοῦ ἀδυνατωτέρου.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

«οἱ τιθέμενοι τοὺς νόμους οἱ ἀσθενεῖς ἄνθρωποίεἰσιν καὶ οἱ πολλοί»: τίθεμαι νόμον = νομοθετώ ὁ, ἡ ἀσθενής, τὸ ἀσθενὲς = αδύναμος, ασήμαντος, πτωχός «τοὺς ψόγους ψέγουσιν»: ψέγω τινὰ = κατηγορώ, κατακρίνω κάποιον ψόγος = κατηγορία «ἐκφοβοῦντες τοὺς ἐρρωμενεστέρους τῶν ἀνθρώπων»: ἐρρωμένος (ως επίθετο) = δυνατός, υγιής «καὶ δυνατοὺς ὄντας πλέον ἔχειν» = …να πλεονεκτούν «ἵνα μὴ αὐτῶν πλέον ἔχωσιν» = για να μην έχουν περισσότερα από αυτούς πλέον ἔχω τινὸς = πλεονεκτώ – βρίσκομαι σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι άλλου, έχω περισσότερα από άλλον «ὡς αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῖν»: πλεονεκτέω – ῶ τινος (προσώπου ή πράγματος) = υπερτερώ, υπερέχω κάποιου πλεονεκτέω – ῶ (αμετάβατο) = είμαι πλεονέκτης ζητῶ + τελικό απαρέμφατο = επιδιώκω να, ζητώ να κάνω κάτι ζητῶ τινά τι = αναζητώ, ερευνώ, εξετάζω, απαιτώ ζητῶ τι + εμπρόθετη γενική (παρά τινος, περί τινος) = απαιτώ, ζητώ από κάποιον κάτι ἀγαπῶ τινα ή τι = αγαπώ, αισθάνομαι στοργή, νιώθω σαρκικό έρωτα ἀγαπῶ + εξαρτημένη πρόταση (ὅτι, εἰ, ἐάν, ἄν, ἢν) = ευχαριστιέμαι, μένω ικανοποιημένος, αρκούμαι σε κάτι ἀγαπῶ + κατηγορηματική μετοχή = ευχαριστιέμαι να / που ἀγαπῶ + απαρέμφατο = ευχαριστιέμαι να «ἂν τὸ ἴσον ἔχωσιν»: τὸ ἴσον ἔχω = έχω ίσα ή τα ίδια δικαιώματα «Διὰ ταῦτα δὴ νόμῳ»: νόμῳ = κατά συνθήκη, κατά σύμβαση «ἡ δέγε οἶμαι φύσις αὐτὴ ἀποφαίνει αὐτό»: ἀποφαίνω τι = αποδεικνύω, φανερώνω, παρουσιάζω κάτι

Αφήστε μια απάντηση